Η Αριστερά ως στυλοβάτης της παγκοσμιοποίησης




 
Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
 
Εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζω πως η ιστορική αριστερά, τόσο στη Δύση όσο και στην Ελλάδα, έχει αποτύχει να προτάξει μια εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό και αντίθετα έχει μεταβληθεί σε μια δύναμη που επιταχύνει την καπιταλιστική ολοκλήρωση. Η Αριστερά, προωθώντας την αποϊεροποίηση του κόσμου και της φύσης, την άρνηση της πατρίδας και του ριζώματος, την ισοπέδωση των φύλων και την παγκοσμιοποίηση την οποία βάφτισε διεθνισμό, αποδείχθηκε ο ισχυρότερος σύμμαχος του καπιταλισμού την εποχή της παγκοσμιοποίησης, παράλληλα με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Η Αριστερά προετοίμαζε ιδεολογικά –στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στο πεδίο των αξιών– αυτό που η νεοφιλελεύθερη Δεξιά ολοκλήρωνε στο πεδίο της οικονομίας. Γι’ αυτό και οι διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις της Aριστεράς, στο επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, ενάντια στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, είναι ατελέσφορες και ψευδεπίγραφες. Αντίθετα, είναι οι ίδιοι που έχουν προετοιμάσει την κοινωνία για την αποδοχή του οικονομικού φιλελευθερισμού, έχοντας αποσυνθέσει ιδεολογικά τα λαϊκά στρώματα και τις εθνικές ταυτότητες. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός προϋποθέτει τον πολιτισμικό, δηλαδή η δεξιά χρειάζεται την αριστερά, για να μπορεί να κυβερνήσει και να εφαρμόσει τη στρατηγική της νέας τάξης πραγμάτων.
Για την κατεδάφιση της οικονομικής και δασμολογικής προστασίας των εθνών-κρατών, π.χ., και την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς, έπρεπε να προηγηθεί, ή τουλάχιστον να βαδίζουν παράλληλα, η ιδεολογική απονομιμοποίηση του πατριωτισμού και των «εθνικών συνόρων», την οποία προωθεί φρενιτιωδώς η αριστερά. Για να τείνει να μεταβληθεί ο στρατός σε επαγγελματικό, αποκομμένο από το ελληνικό έθνος, παρά την αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία ενός διαχρονικά επιθετικού γείτονα, θα έπρεπε να έχει προετοιμαστεί το έδαφος από την δήθεν αντιμιλιταριστική αριστερά. Για να διαλυθεί η εθνική ταυτότητα και να μπορεί η Ελλάδα να ενταχθεί απρόσκοπτα στους υπερεθνικούς οργανισμούς της Δύσης ως ημιαποικία, θα έπρεπε η «πρωτοπόρα» αριστερά να έχει αποσυνθέσει τους ίδιους τους πυλώνες της εθνικής ιδιοπροσωπίας, τη διαχρονία του ελληνισμού, τη σχέση του με την ορθοδοξία, τη συνέχεια της γλώσσας. Για να καταρρεύσει η δημογραφία της χώρας, θα έπρεπε να καλλιεργηθεί το μοντέλο μιας ακραίας ατομικής ανεξαρτησίας και των «δικαιωμάτων», να επιταθεί ο εθνομηδενισμός και η ολοκληρωτική συκοφάντηση των οικογενειακών δεσμών. (Ακόμα και σήμερα οι «πρωτοπόροι» Έλληνες σκηνοθέτες, τύπου Λάνθιμου και κομπανίας, έχουν σαν προνομιακό τους στόχο την οικογένεια –τον μόνο θεσμό που, παρά τα αρνητικά της, κράτησε τους Έλληνες ζωντανούς στην κρίση– και όχι αντίστροφα τη διόγκωση ενός ακραίου ατομισμού, που έχει καταστεί κυρίαρχος). Και όλα αυτά διότι, κατά βάθος, η ιδεολογία της αριστεράς δεν στρέφεται εναντίον του καπιταλιστικού φαντασιακού, αλλά αντίθετα ταυτίζεται μαζί του. Η ιδεολογία της σύγχρονης αριστεράς δεν είναι στην πραγματικότητα αντικαπιταλιστική αλλά υπερκαπιταλιστική.
Δηλαδή, επιθυμεί κατά βάθος τη διάλυση όλων των μη-καπιταλιστικών εμποδίων στην επέκταση του κεφαλαίου, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της οικογένειας, του έθνους, της ιστορικής μνήμης, των συλλογικών ταυτοτήτων. Γι’ αυτό εξάλλου αυτή η αριστερά θα εγκαταλείψει, σταδιακώς, τα συλλογικά δικαιώματα και θα μετακινηθεί από το πεδίο των συλλογικών ταυτοτήτων σε εκείνο του ακραίου ατομικιστικού δικαιωματισμού. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που –όπως τον περιγράφει με… λυρικούς τόνους ο Μαρξ στο Κομουνιστικό Μανιφέστο– αποσυνθέτει κάθε προηγούμενη ταυτότητα και την ίδια την ιστορία, έτσι ώστε να μπορεί να αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Η σύγχρονη Αριστερά εκφράζει, περισσότερο και από τη Δεξιά, αυτό το καπιταλιστικό φαντασιακό, όσο και αν εμφανίζεται αντίθετη στις εκμεταλλευτικές εκφάνσεις του συστήματος. Γι’ αυτό και, στην Ελλάδα, στην εξουσία βρέθηκαν οι μικρότερες ομάδες αυτής της Αριστεράς, οι Πράσινοι(!), η ΑΚΟΑ (η περιβόητη ομάδα Μπανιά στην οποία ανήκαν ο Βούτσης, ο Φλαμπουράρης, ο Σκουρλέτης, ο Φίλης, η Φωτίου, ο Λάμπρου και τόσοι άλλοι), αυτό το κράμα Κολωνακίου και Εξαρχείων, το οποίο, παρότι απόλυτα μειοψηφικό πολιτικά, ήταν πανίσχυρο πολιτισμικά σε όλους τους κύκλους της διανόησης, των πανεπιστημίων, των ΜΜΕ.
Έτσι, λοιπόν, η απόπειρα διαφόρων απατημένων γκρουπούσκουλων της Αριστεράς να την νεκραναστήσουν στην «αγνότητά» της, μετά την «προδοσία» του Τσίπρα, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί, όπως έλεγε και ο κάποτε Σαββόπουλος, «έχει αποτύχει σύμπασα η Αριστερά» και δεν νεκρανασταίνεται. Δεν μπορεί να μετασχηματισθεί αξιακά σε κάτι που να θυμίζει την Αριστερά των αρχών του 20ού αιώνα, διότι έχει μεταβληθεί ο ίδιος ο καπιταλισμός και η ίδια η ιστορική πραγματικότητα.
Η ιστορική Αριστερά, στη Δύση και τη Ρωσία, αποτέλεσε την έκφραση της αντίστασης των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης στον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων, που χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και την πατριδοκαπηλία ως όπλα για την επιβολή τους στο πλανητικό επίπεδο.
Γι’ αυτό, και εκείνη η Aριστερά είχε σφραγιστεί από την αντιεθνικιστική και αντικληρικαλική προπαγάνδα. Δηλαδή, αντιστοιχούσε στην πρώιμη ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, που κυριάρχησε στον πλανήτη μέχρι τον Β΄ Π.Π. Από τότε και μετά, και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1960, ο καπιταλισμός πέρασε σε μία νέα φάση, βαδίζει σταδιακώς προς την «καπιταλιστική ολοκλήρωση», την παγκοσμιοποίηση και την κυριαρχία των πολυεθνικών. Επομένως, το μεγάλο κεφάλαιο έχει την ανάγκη να διεισδύσει και να μεταβάλει σε κερδοφόρους και τους τομείς που στο παρελθόν διατηρούσαν μη καπιταλιστικά στοιχεία και έρχονταν από το παρελθόν της ανθρώπινης ύπαρξης. Η θρησκεία μεταβάλλεται σταδιακώς σε αναχρονισμό για το σύστημα και οι Εφέστιοι θεοί, οι εικόνες και τα καντηλάκια, που για χιλιάδες χρόνια έκαιγαν στο κέντρο της οικογενειακής ζωής, αντικαθίστανται από την τηλεόραση, όπως και οι εκκλησίες στα κέντρα των πόλεων αντικαθίστανται από τους ουρανοξύστες των εμπορικών κέντρων. Η οικογένεια πρέπει να διαλυθεί γιατί περιορίζει την επέκταση της κατανάλωσης, μια και όσο μεγαλύτερη και ισχυρότερη είναι, τόσο μικρότερη η κατά κεφαλήν κατανάλωση (πέντε άτομα σε μια οικογένεια καταναλώνουν πολύ λιγότερο από πέντε άτομα τα οποία ζουν κατά μόνας). Οι ταξικές συλλογικότητες μεταβάλλονται σε «αναχρονισμό» (κατάρρευση των συνδικάτων), τα δε εθνικά σύνορα και οι εθνικές ταυτότητες αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επέκταση των πολυεθνικών. Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο σε αυτόν τον νέο μεγάλο μετασχηματισμό (που βρίσκεται στον αντίποδα εκείνου του Πολάνυι) χρειάζεται την ιδεολογία αυτής της νέας Αριστεράς για να μπορέσει να επιβάλει την ηγεμονία του.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πρώτη μεγάλη επανάσταση αυτής της σύγχρονης Αριστεράς, ο Μάης του 1968. Ξεκίνησε από την συμπαράσταση σε αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες –της Αλγερίας, του Βιετνάμ, της Κούβας– και εξελίχθηκε, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, σε μια μεγάλη πολιτιστική επανάσταση. Μια επανάσταση η οποία, παρότι ξεκίνησε με την κριτική στις καπιταλιστικές αξίες (την αποξένωση κλπ), σε μια πρώτη ριζοσπαστική φάση της (ακόμα και ένοπλη ΡΑΦ, Ερυθρές Ταξιαρχίες, 17 Νοέμβρη), κατά τη δεκαετία του 1990, μετασχηματίστηκε σε μία «επανάσταση» καπιταλιστικού χαρακτήρα. Ο Κον Μπεντίτ και ο Γιόσκα Φίσερ, οι ηγέτες του ’68, έγιναν οι εκφραστές ενός επιτρεπτικού καπιταλισμού χωρίς όρια – απόλαυση χωρίς όρια, ναρκωτικά χωρίς όρια, κατάργηση των εθνικών ορίων και βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας, εν τέλει ένας αληθινά παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός.
Δηλαδή, την ίδια στιγμή που ο Ρήγκαν και η Θάτσερ ξεκινούσαν τη νεοφιλελεύθερη επανάστασή τους, η νέα Αριστερά προετοίμαζε ιδεολογικά τον δρόμο για την επικράτηση ενός πλανητικού… θατσερισμού! Διότι, επιτιθέμενοι, ήδη από τη δεκαετία του 1960, στις προκαπιταλιστικές αξίες και θεσμούς που εξακολουθούσαν να επιβιώνουν στον καπιταλιστικό κόσμο, άνοιγαν τον δρόμο ιδεολογικά και αξιακά στην επικράτηση του νεο-φιλελευθερισμού: Κάτω τα έθνη, οι θρησκείες, η οικογένεια, η διαφοροποίηση των φύλων, οι «δεσμεύσεις», ζήτω το ανεξάρτητο, αυτόνομο άτομο, χωρίς θεό και αφέντη (sans Dieu ni Maître). Μια πολιτιστική επανάσταση που έβλεπε τον εαυτό της ως δήθεν αντικαπιταλιστική ήταν, στην πραγματικότητα, υπέρ-καπιταλιστική, δηλαδή άνοιγε τον δρόμο για την εποχή που ο καπιταλισμός δεν θα εκμεταλλεύεται μόνο τους εργαζόμενους αλλά και θα διαμορφώνει τον ίδιο τον ψυχισμό ή, ακόμα-ακόμα, την ίδια τους τη φύση (η εποχή του μετανθρώπου).
Δεδομένων αυτών των εξελίξεων, η ιστορική Αριστερά έχει πλέον εξαντληθεί στις ίδιες τις προϋποθέσεις της . Μαζί με τη Δεξιά, πασχίζει να εξαλείψει το ίδιο το ιστορικό παρελθόν και κάθε παράδοση που μας συνδέει με αυτό. (Στην γαλλική πρωτότυπη εκδοχή της, η «Διεθνής» διεκδικεί την πλήρη ισοπέδωση του παρελθόντος – Du passé faisons table rase­– φράση που, καθόλου τυχαία, δεν υπάρχει στην ελληνική απόδοσή της από τον Βάρναλη). Εξάλλου, εκκινούν από μια κοινή ιδεολογική ρίζα, εκείνη του Διαφωτισμού, και προφανώς, στην Ελλάδα, είναι αυτή η εθνομηδενιστική Αριστερά που προσπαθεί να απορρίψει τη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Καθόλου τυχαία ο Λιάκος, η Αναγνωστοπούλου, ο Φίλης, ο Γαβρόγλου και όλη η κομπανία βρίσκονται στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Κατά συνέπεια, ο ιστορικός ρόλος της Αριστεράς ως αντίπαλου πόλου της Δεξιάς έχει πλέον εξαντληθεί. Και αυτό συνέβη ακριβώς διότι η μαϊμού δοκίμασε να ανέβει στον δέντρο της εξουσίας και αποκαλύφθηκαν τα οπίσθιά της! Η Αριστερά μπορούσε να υπάρχει ως σοβαρή πολιτική δύναμη όσο βρισκόταν εκτός άμεσης πολιτικής εξουσίας. Διότι, τότε, μπορούσε να διατηρεί την πολιτισμική και ιδεολογική εξουσία, σε σύγκρουση δήθεν με την κυβερνώσα ελίτ. Σε όλες τις χώρες όπου κατέκτησε την εξουσία, δηλαδή στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε μετά από εβδομήντα ή σαράντα χρόνια εξουσίας. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβη και στη Δύση με την καθολική κρίση της κυβερνώσας σοσιαλ-δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα υπήρχε ένας «καταμερισμός εργασίας» που επέτρεψε στο σύστημα να λειτουργεί για πολλά χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική εξουσία, η παραδοσιακή αριστερά στην ιδεολογική. Όταν, όμως, εξαιτίας της κρίσης, ανέλαβε τα ίδια τα ηνία της πολιτικής εξουσίας, σε μια χώρα με ημιαποικιακό χαρακτήρα, και είναι υποχρεωμένη να διαχειρίζεται ταυτόχρονα την πολιτισμική ηγεμονία, την οικονομία και την πολιτική, τότε οι αντιφάσεις της εκρήγνυνται και αποκαλύπτεται βίαια και σαρωτικά η πραγματική της φύση. (Και αν σε κάτι έπεσα έξω ήταν πως δεν φανταζόμουν πως θα αναλάμβαναν, έστω και παροδικά, να υλοποιήσουν ταυτόχρονα και τις δύο λειτουργίες, τόσο την ιδεολογική και αξιακή αποδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού λαού όσο και την οικονομική ολοκλήρωση της μεταβολής της χώρας σε αποικία χρέους. Το ίδιο είχα πάθει παλιότερα με τον ΓΑΠ. Τα παθήματα, μαθήματα. Και οι βλάκες και οι ανίκανοι και οι απαίδευτοι μπορούν να ανέλθουν στην εξουσία όταν ένας λαός βρίσκεται σε παρακμή.)
Το δυστύχημα για την ελληνική Αριστερά, στο σύνολό της, είναι πως, όλα τα προηγούμενα χρόνια, αρνήθηκε, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις –από τον Άρη Αλεξάνδρου μέχρι τον Χρόνη Μίσσιο και το Άρδην–, να προβεί σε οποιαδήποτε σε βάθος κριτική της ιστορικής της εμπειρίας· έτσι, όταν ήλθε η κατάρρευση, τουλάχιστον από τον Ιούλιο του 2015 και μετά, βρέθηκε παντελώς ανέτοιμη να θέσει τις βάσεις ενός οποιουδήποτε μετασχηματισμού της. Είναι δε τόσο βαθιά απαίδευτη και αγκιστρωμένη στα μαρξιστικά ή αναρχικά σχήματα του παρελθόντος ώστε, μπροστά στην αναπόφευκτη κατάρρευση της κυβερνώσας Αριστεράς που με γοργά βήματα έρχεται, θα συμπαρασυρθεί μαζί της ακόμα και η διαφωνούσα πτέρυγά της διότι δεν διαθέτει κάποιο άλλο ιδεολογικό οπλοστάσιο ή όραμα.