Ο όρος «λαϊκή δεξιά» μοιάζει λεκτικό πυροτέχνημα, κενό από κάθε πολιτικό ρεαλισμό – όπως και το κενολόγημα «κεντροαριστερά». Οταν η εκδοχή της πολιτικής είναι μόνο διαχειριστική και ολική η έκλειψη κοινωνικών στόχων άλλων πέρα από την αύξηση της καταναλωτικής ευχέρειας, τότε η πολιτική γίνεται παιχνίδι παραγωγής ψευδαισθήσεων. Το παιχνίδι οργανώνεται με τους κανόνες εντυπωσιασμού του καταναλωτή, κανόνες του μάρκετινγκ – η «λαϊκή δεξιά» ή η «κεντροαριστερά» είναι τα λεκτικά ισοδύναμα στην πολιτική με το «λευκότερο του λευκού» στα απορρυπαντικά ή με το «διπλό φλουοράιντ» στις οδοντόκρεμες.
Το 1974 ο Κων. Καραμανλής ίδρυσε ένα καινούργιο κόμμα: σαφώς σχήμα – όχημα για να ασκήσει την προσωπική του δεξιότητα στη διαχειριστική πολιτική. Προδικτατορικά ονόμαζε το κόμμα του «Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση», μεταδικτατορικά το ονόμασε «Νέα Δημοκρατία». Και οι δύο ονομασίες ήταν απολύτως εμπορικές (διαφημιστικές), δεν απηχούσαν κοινωνικούς στόχους ούτε πολιτικές προτεραιότητες. Πολιτική φιλοσοφία του Κων. Καραμανλή ήταν, σαφέστατα, ο Ιστορικός Υλισμός, με άψογο (χρησιμοθηρικό) σέβας για το εθνικοθρησκευτικό «εποικοδόμημα».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ίσως πανουργότερος, διέβλεψε τις συνέπειες του κενού που είχε αφήσει στις συνειδήσεις η γελοιοποίηση του εθνικοθρησκευτικού «εποικοδομήματος» από τη χούντα. Δεν δίστασε να αγνοήσει τον διεθνιστικό χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών» (υποτίθεται) αρχών του και να συνθηματολογήσει με μια ρητορική πατριωτικού ελληλοκεντρισμού, ολοφάνερα ιδεοληπτικού αλλά αρεστού στη μάζα. Αποδείχθηκε όμως και αυτός ο «πατριωτισμός» παροδικό διαφημιστικό τέχνασμα, που ταχύτατα θάφτηκε, μαζί με τον «σοσιαλισμό», στη θυελλώδη και αδίστακτη υστερία απόλυτης προτεραιότητας του καταναλωτισμού. Υστερία που ισοπέδωσε το πολιτικό τοπίο εξαφανίζοντας και τα τελευταία ίχνη διαφοροποιήσεων λογικής του «δημοσίου συμφέροντος» ή στοχεύσεων «ποιότητας» του κοινού βίου.
Για λόγους που δύσκολα ανιχνεύονται, η εμφανιζόμενη ως «αριστερά» στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, προσπάθησε με κάθε τρόπο και πολύ πάθος να χαρίσει στη χούντα των μικρονοϊκών δικτατόρων του 1967 – 1974 (και μετά την έκλειψη του πανάθλιου συμπτώματος) την εσαεί αποκλειστικότητα εκπροσώπησης και διαχείρισης (μονοπώλιο) όχι μόνο του εθνικιστικού πρωτογονισμού και της ψυχολογικής πατριδοκαπηλίας, αλλά κάθε εκδοχής του πατριωτισμού: Η χρήση και μόνο της λέξης «πατρίδα». Η αναφορά σε ελληνική ιδιαιτερότητα (αναγκών, ιστορικών εθισμών, ιεράρχησης προτεραιοτήτων, νοοτροπίας και πολιτισμού). Η παραδοχή οργανικής, εξελικτικής συνέχειας της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ώς σήμερα, συνέχειας της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων. Ο ουσιαστικός, δημιουργικός εξελληνισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η αποκαλυπτική ελληνικότητα της Τέχνης, των θεσμών της παιδείας της – τέτοια και πλήθος ανάλογα θέματα χαρακτηρίστηκαν από την «αριστερά» ότι προδίδουν σαφή προσχώρηση στη χουντική «εθνικοφροσύνη», εκφράζουν «τον αμυντικό εθνικισμό του ελληνικού εθνολαϊκισμού», δεν απέχουν πολύ από τον φασισμό, συντηρούν το φάσμα μιας αενάως επαπειλούμενης χούντας.
Εντεχνα και μεθοδικά θάφτηκε, αποσιωπήθηκε, αγνοήθηκε κάθε έκφραση πατριωτισμού – ελληνοκεντρισμού που βρισκόταν στους αντίποδες (αναιρούσε την ψευτιά) της εθνικιστικής καπηλείας ή υστερίας. Καμιά ποτέ παραμικρή νύξη από την «αριστερά» για τον ελληνοκεντρισμό λ.χ. του Μάνου Χατζιδάκι και τη συναρπαστική, ανεπανάληπτη πολιτική πραγμάτωση αυτού του ελληνοκεντρισμού στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Απόλυτη αποσιώπηση του πατριωτικού μανιφέστου της μεταπολίτευσης, που είναι το κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»: η ελληνική ετερότητα ως δυνατότητα ενεργητικής μετοχής στο παγκοσμιοποιημένο σήμερα. Αγνόησε χυδαία και προκλητικά η «αριστερά» τον πολιτικό Σεφέρη, τις συγκλονιστικές του υποθήκες και νουθεσίες, αγνόησε την πολιτική σκέψη του συνεπέστατου στις εκσυγχρονιστικές του απαιτήσεις, ελληνοκεντρικού ευρωπαϊστή, Γιώργου Θεοτοκά.
Εσκεμμένα και δόλια επιδίωξε η «αριστερά» να αγνοηθεί και παρακαμφθεί η γνησιότητα του πατριωτισμού, να ταυτιστεί ο πατριωτισμός στις συνειδήσεις «με την πολιτική κουλτούρα και τις αξίες των λαϊκών στρωμάτων του συντηρητισμού… Αγροτικοί πληθυσμοί, ηλικιωμένοι και θρησκευόμενοι (δηλαδή: λούμπεν στοιχεία της ελλαδικής κοινωνίας), όλοι εχθρικοί απέναντι στη δυτική πολυπολιτισμική κουλτούρα (αλήθεια: πολυπολιτισμικός ο Γερμανός; πολυπολιτισμικός ο Γάλλος;) με ροπή στον αυταρχισμό, κάνουν δυναμικές εμφανίσεις σε συλλαλητήρια για το Μακεδονικό ή για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες». Αυτό θέλει η «αριστερά» να είναι ο πατριωτισμός στην Ελλάδα.
Για λόγους που ακόμα πιο δύσκολα ανιχνεύονται, αυτήν ακριβώς την αντίληψη για τον πατριωτισμό και την ελληνικότητα εγκολπώθηκε και η «Νέα Δημοκρατία» – παλεύει με κάθε τρόπο, χρόνια τώρα, να αποφύγει τη «ρετσινιά» του πατριωτικού κόμματος ή των κριτηρίων φιλοπατρίας (αξιοπρέπειας) στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Η καταγραφή και μόνο των συμπτωμάτων αυτής της υστερικής φοβίας θα απαιτούσε πολυσέλιδο σύγγραμμα – θυμηθείτε την εκπαιδευτική πολιτική της κυρίας Γιαννάκου, τον πελιδνό και άφωνο Καραμανλή, τον βραχύ, τη νύχτα που η Τουρκία παζάρευε τον τίτλο του υποψήφιου μέλους της Ε.Ε., χωρίς να υπάρχει κανένας να της θέσει στοιχειώδεις όρους σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.
Η Ν.Δ. αρνήθηκε μετά βδελυγμίας να αποτελέσει κόμμα πατριωτικό, να υπηρετήσει την κοσμοπολίτικη ελληνικότητα του Σεφέρη, του Θεοτοκά, του Ελύτη, του Μάνου Χατζιδάκι. Το νοητικό επίπεδο και η στάθμη καλλιέργειας των στελεχών της καθήλωσαν το κόμμα σε ουραγό της «αριστεράς»: να ταυτίζει την ελληνικότητα με τον επαρχιώτικο εθνικισμό και τη βαλκανική μιζέρια, να αποκλείει κάθε ενεργό ρόλο ελληνικής ετερότητας στον εντόπιο και στον διεθνή πολιτικό στίβο.
Ετσι φτάσαμε «κάποιοι κλόουν της πολιτικής σκηνής» να διεκδικούν στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την εκπροσώπηση του πατριωτισμού και της ελληνικότητας, ακριβώς με τις προδιαγραφές που βολεύουν απολύτως τη δολιότητα της «αριστεράς» και την ευτέλεια της Ν.Δ. Τα ονόματα των κλόουν γνωστά, γραφικά, «της πλάκας». Μήπως και ο εθνικιστικός τραμπουκισμός της Χ.Α. είναι επίσης αποκύημα της ίδιας πολιτικής;
Πηγή: http://ardin-rixi.gr