«Μπουταρισμός», η πιο εκλεπτυσμένη πολιτική της «Αποικίας Χρέους»

Γράφει ο Γ. Ρακκάς,  αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Δημοτικής Κίνησης “Μένουμε Θεσσαλονίκη”

Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί ένα νέο στυλ δημοτικής διακυβέρνησης που ξεπηδάει μέσα από τις ειδικές συνθήκες μεταβολής της χώρας σε «αποικία χρέους» που ισχύουν την τελευταία πενταετία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής:

Πετυχημένος επιχειρηματίας, και παράγοντας της περίφημης «Κοινωνικής Οικονομίας» (ΜΚΟ) ο ίδιος, ηγείται μιας παράταξης επιχειρηματιών, τεχνοκρατών, διανοουμένων. Συγκολλητική τους ουσία ένας ακραίος κοσμοπολίτικος φιλελευθερισμός του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που μιλάει τη γλώσσα των «μπίζνες». Το αποτέλεσμα; Διαμορφώνεται ένα μοντέλο «Δήμου-Επιχειρηματία» που εκχωρεί τα πάντα σε εργολαβίες, που εμπορευματοποιεί κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου, που συναινεί στο ακραίο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ.

Με κορωνίδα τον «κοσμπολιτισμό» και την «διεθνοποίηση» της Θεσσαλονίκης την μεταβάλει σε παράρτημα των μεγάλων γεωπολιτικών αξόνων που αξιώνουν τον έλεγχο της Βαλκανικής.  Εξ ου και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που παίζει στον «διοικητικό ιμπεριαλισμό» της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή στην ελληνογερμανική συνέλευση συνεργασίας που αφορά στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Και γι’ αυτό η σπουδή του να μεταβάλει την Θεσσαλονίκη σε τουριστικό, οικονομικό και πολιτιστικό παράρτημα της Κωνσταντινούπολης, από κοινού με το τουρκικό κράτος και την νέα επιχειρηματική ελίτ του Ερντογάν, οι οποίοι αξιώνουν την εγκαθίδρυση μιας τουρκικής σφαίρας επιρροής στα εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, υποβαθμίζει πλήρως τις (ιστορικές) σχέσεις της πόλης με τους Βαλκανικούς λαούς, και την Ανατολική Ευρώπη –ένα πεδίο το οποίο εξασφαλίζει σαφέστατα πιο ισότιμες σχέσεις και δημιουργεί αντισυσπειρώσεις στην κοινή προσπάθεια του Ευρωατλαντισμού με την Τουρκία να μεταβάλουν τα Βαλκάνια σε συγκυριαρχούμενο χώρο.

Τέλος, συμμετέχει στην «εργαλειοποίηση της μνήμης» του Ολοκαυτώματος και συναινεί στην μεταβολή του σε ιδεολογικό άλλοθι για την γενοκτονία που διαπράττει το ισραηλινό κράτος εναντίον του Παλαιστινιακού λαού.

Με σύνθημα το «εύκολο κέρδος» και άλλοθι ένα ελευθεριακό λάιφ στάιλ της ηδονιστικής κατανάλωσης ποντάρει στην ολοκληρωτική παρασιτοποίηση της Θεσσαλονίκης, μέσω της ακραίας τουριστικοποίησης της οικονομίας της. Το αποτέλεσμα; Ο εργασιακός ζόφος της κατάργησης της Κυριακάτικης αργίας, της απασχολησιμότητας, και βέβαια η τεράστια ανεργία που προκαλεί η παραγωγική αποτελμάτωση της ευρύτερης περιοχής. Ως απάντηση στην τελευταία, προωθεί, μαζί με την κυβέρνηση, τα δίκτυα απομύζησης εγκεφάλων και εργατικών χεριών που έχει εγκαθιδρύσει η «Γερμανική Ευρώπη» στην χώρα μας, και σε ολάκερο τον ευρωπαϊκό Νότο.

Με μια «οικειότητα» ως προς τα ΜΜΕ, δημιουργεί όρους παράκαμψης των θεσμών, των μορφών διαβούλευσης, του δημόσιου διαλόγου και εισάγει τα ήθη μιας μηντιακής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη 180ο στροφή του στο ζήτημα της πώλησης του λιμανιού: Προεκλογικά τοποθετήθηκε αναφανδόν εναντίον, για να διολισθήσει κατά τα τέλη Αυγούστου σ’ ένα «όχι μεν, αλλά» κατά την διάρκεια μιας συνέντευξής του στην εφημερίδα Μακεδονία. Εν τέλει το «όχι μεν αλλά» μεταβλήθηκε στο απροκάλυπτο «στηρίζω την πολιτική της κυβέρνησης» που ειπώθηκε κατά την τηλεοπτική του εμφάνιση στην TV 100, με τον γραμματέα της ΝΔ, Α. Παπαμιμίκο. Μια λεπτομέρεια; Η παράταξή του έχει διατυπώσει διαφορετική άποψη, το ίδιο και το δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Ψιλά γράμματα, όμως, για έναν δήμαρχο που ασκεί πολιτική μέσω της… επικοινωνίας.

Τέλος, δεν μπορούμε παρά να μην αναφερθούμε στις ολιγαρχικές ενδείξεις που φέρει μέσα της η ίδια η άνοδος και η επικράτηση του Μπουταρισμού: Πλασάρεται και προωθείται ως «καταλληλότερος», αφού έχει κερδίσει δύο απανωτές αναμετρήσεις, υπό συνθήκες όμως ακραίας αποχής (της τάξης του 40%). Διαμορφώνονται έτσι στην πόλη δύο κόσμοι, με τον έναν να τελεί αόρατος, φτωχοποιημένος, αποξενωμένος από το πολιτικό σκηνικό –ο κόσμος στον οποίον ο Μπουτάρης είναι ακραία αντιδημοφιλής και εισπράττει διαρκώς την λοιδορία του («χωριάτες» κ.λ.π.). Στον αντίποδα, εκεί που όντως είναι δημοφιλής και κυρίαρχος ο Μπουτάρης είναι μεταξύ των οικονομικών, διανοούμενων, μηντιακών, και πολιτικών ελίτ της πόλης. Τι πιο καλύτερη απόδειξη από το γεγονός ότι τον στήριξε αναφανδόν η κυβέρνηση στις προηγούμενες εκλογές – έμμεσα, αλλά αποφασιστικά, ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς, μεταβάλλοντας σε προσχηματική την υποψηφιότητα Καλαφάτη. Και ότι με κάθε ευκαιρία σπεύδει να υπερασπιστεί τον Ευάγγελο Βενιζέλο, έναν από τους πιο λαομίσητους πολιτικούς αυτής της χώρας, κατ εξοχήν συνδεδεμένος με την Θεσσαλονικιώτικη ολιγαρχία.

Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί το νέο προσωπείο της «Αποικίας Χρέους» στην τοπική αυτοδιοίκηση. Κι εδώ, στην πόλη του Λευκού Πύργου, είναι που αποκτούν απόλυτη επικαιρότητα τα λόγια του ποιητή: «το ζήτημα πια έχει τεθεί: Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους» (Μιχ. Κατσαρός, ο Δούλος).

Κυκλοφορεί το νέο φύλλο της εφημ. Ρήξη (τ.107), Σεπτέμβριος 2014


Κοντός ψαλμός…

Ο Αντώνης Σαμαράς υπολόγιζε, με τη χρήση του Κουβέλη και του κόμματός του, καθώς και με κάμποσους «ανεξάρτητους», να συμπληρώσει τον μαγικό αριθμό 180 και να αποφύγει τις μοιραίες εκλογές. Ωστόσο οι «σύμμαχοι» μάλλον βουλιάζουν. Το κόμμα του Κουβέλη διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη και όσοι μεταξύ των βουλευτών του έχουν πιθανότητα εκλογής με τον Σύριζα (Πανούσης, Ξηροτύρη κ.λπ.) έχουν ήδη «σκαπετήσει». Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ διαλύεται μεταξύ Βενιζέλου, ΓΑΠ και… Λαλιώτη, ενώ το «Ποτάμι» μάλλον στερεύει. Η παλιά «κεντροαριστερά» δεν έχει πλέον κανένα μέλλον, γιατί τα κοινωνικά στρώματα που τη στήριζαν έχουν εκπτωχευθεί και στρέφονται στον Σύριζα.
Το σύστημα έχει ανάγκη από μια νέα «κεντροαριστερά» και μια νέα «κεντροδεξιά». Η πρώτη είναι υπό κατασκευήν, και το όνομα αυτής… Σύριζα, άσχετο αν πολλά μέλη και ψηφοφόροι του το αγνοούν ακόμα! Αλλά η νέα «κεντροδεξιά», που θα έπρεπε να κρατάει τα μπόσικα και να κυβερνάει, μέχρι να είναι έτοιμοι ο Τσίπρας και η Δούρου χωρίς τα «βαρίδια» του… Λαφαζάνη, και αφού θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος του μνημονίου, απουσιάζει. Κατά συνέπεια αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το σύστημα αποκτά όλο και περισσότερο μαφιόζικα χαρακτηριστικά. Εκβιασμοί, «εφοπλιστές», ανακατατάξεις στον έλεγχο των ΜΜΕ, επισκέψεις του ΣΔΟΕ σε βουλευτές και του… Τσίπρα στον ΣΔΟΕ, νυκτερινές συναντήσεις Μαρινάκη-Δούρου κ.ο.κ. ενώ ακόμα και ο συναγωνιστής Τράγκας, αναγκάζεται να θέσει το αντιμνημονιακό «κύρος» του στην υπηρεσία της κεντροδεξιάς παράταξης η οποία είναι κομμάτια και θρύψαλα, για να μην έρθουν οι «κουμμουνιστές».
Εν τέλει, όλα θα εξαρτηθούν από τους «δανειστές» και πάλι, δηλαδή τον Σόιμπλε, τη Μέρκελ, τον Ντράγκι τον Γιουνκέρ και τους Αμερικανούς μέσω του ΔΝΤ. Θα κρίνουν άραγε τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μέσα στο σημερινό σκηνικό, τόσο σημαντική, ώστε να στηρίξουν την παρούσα κυβέρνηση, οπότε και ο Κουβέλης μπορεί να το «ξανασκεφτεί», ή αντίθετα θα πρυτανεύσουν άλλες «προτεραιότητες» και θα αφήσουν τον Σαμαρά να βουλιάξει; Σύντομα θα το μάθουμε.

Το μακρύ καλοκαίρι της παρακμής και η αναγκαία, βαθιά επαναστατική αλλαγή

Γράφει ο Γ. Καραμπελιάς, Εφημ. Ρήξη τ.107

Η Ελλάδα διανύει τον πέμπτο χρόνο μιας καθολικής και εξουθενωτικής κρίσης, χωρίς ακόμα στην πραγματικότητα να διαγράφεται η προοπτική μιας ανάταξης, ή έστω μιας άμεσης βελτίωσης. Η δική μας κατάρρευση εντάσσεται σε μια γενική οικονομική κρίση του δυτικού κόσμου, αλλά στην Ελλάδα εκδηλώνεται με την πιο παροξυστική και ακραία μορφή της. Πολύ συχνά η αντιπολίτευση, και κατ’ εξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ, επαναλαμβάνει πως η κρίση δεν είναι ειδικά ελληνική, αλλά αφορά στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά και ψέμα ταυτόχρονα. Ολόκληρη η Δύση ευρίσκεται σε κρίση, αλλά η Ελλάδα βιώνει την απειλή μιας συνολικής και γενικευμένης καταστροφής, και όχι μόνον οικονομικής.
Αυτός ο στρουθοκαμηλισμός των πολιτικών δυνάμεων, του μεγαλύτερου μέρους της αντιπολίτευσης, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του ίδιου του λαού, είναι η χειρότερη έκφανση αυτής της κρίσης. Διότι, κάτι που δεν αναγνωρίζεται σε όλες του τις διαστάσεις, είναι αδύνατο και να θεραπευθεί. Διότι, η Ελλάδα δεν περνάει μια βαθιά ύφεση όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή ακόμα και η Πορτογαλία, αλλά βιώνει μια υπαρξιακή παρακμή.