Το ιστολόγιο δεν ανανεώνεται από 31/12/2020 και λειτουργεί μόνο ως αρχειοθήκη
Η μοιραία 1η Νοεμβρίου 1920
Η μοιραία 1η Νοεμβρίου 1920
Γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου*
Πριν εκατό χρόνια διεξήχθησαν οι εκλογές που έκριναν την μοίρα του νέου ελληνισμού. Οι μοιραίες εκλογές που, με την καταψήφιση του Ελευθερίου Βενιζέλου άνοιξαν τον δρόμο προς την εθνική καταστροφή, την οποία οι κυρίως υπεύθυνοι θα χαρακτήριζαν ως «αναπόφευκτη» για να αποσείσουν τις τεράστιες ευθύνες τους. Ας αφήσουμε προσώρας τις εκτιμήσεις για μιαν επιχείρηση το αποτέλεσμα της οποίας δεν ήταν προδιαγεγραμμένο (η ελαφρά δημογραφική υπεροχή, τότε της Τουρκίας εξισορροπείτο από την στρατιωτική υπεροπλία, την οικονομική υπεροχή αλλά και την διπλωματική ισχύ της Ελλάδας μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1920) κι ας μιλήσουμε για τις εκλογές.
Όταν η αντιπολίτευση τότε, αλλά ακόμη και σήμερα η δεξιά και αριστερή ιστοριογραφία, κάνει λόγο για «δικτατορική διακυβέρνηση» Βενιζέλου την περίοδο 1917- 1920 (ωσάν να μπορούσε να κυβερνηθεί ο τόπος με άψογο συνταγματικό τρόπο, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν και εν μέσω πλήθους φαινομένων υπονόμευσης και ανταρσίας μονάδων), πώς θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι εκλογές όταν τυπικά τον Αύγουστο του 1920 είχε υπογραφεί συνθήκη ειρήνης; Η Βουλή του 1915 είχε συμπληρώσει πεντέμισι έτη λειτουργίας, με τέσσερα αναγκαστικά διατάγματα παράτασης, και ήταν αδύνατη η επ’ αόριστον συνέχιση των εργασιών της, αφού η κεμαλική αντίσταση δεν σταματούσε. Ο Βενιζέλος χρειαζόταν νωπή λαϊκή εντολή είτε για συνέχιση του πολέμου είτε για τον συμβιβασμό. Ας έρθουμε στη θέση αυτού του ανθρώπου, όταν την επαύριον της Συνθήκης των Σεβρών δέχεται δολοφονική απόπειρα από Έλληνες αξιωματικούς και στη συνέχεια δέχεται την πίεση της αντιπολίτευσης (που τον αποκαλεί «τύραννο»), αλλά και των συμμάχων για προσφυγή σε εκλογές. Ο Βενιζέλος, χωρίς ανανέωση της λαϊκής εντολής, ήταν αδύναμος διαπραγματευτικά απέναντι στις πρωτοβουλίες «άσπονδων φίλων», που του έλεγαν κάθε τόσο: «Εσείς, ποιον εκπροσωπείτε, κύριε Βενιζέλε;»
Ο αντιβενιζελισμός μέχρι σήμερα θεωρεί σκόπιμη την προσφυγή του σε αυτές ώστε να απεκδυθεί των ευθυνών. Δίκη προθέσεων δεν μπορεί ασφαλώς να διεξαχθεί, πόσο μάλλον όταν αποδίδονται προθέσεις αναπόδεικτα. Υπάρχουν ωστόσο μαρτυρίες συνεργατών του που αποδεικνύουν ότι δεν μπορούσε να φανταστεί την επερχόμενη ήττα. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως η κόπωση του λαού από μια οκταετία πολέμου, αλλά και η δημοκοπία της αντιπολίτευσης (τα συνθήματα «Θα φέρουμε τα παιδιά σας πίσω», οι φωνές «Δεν τα θέλομε», το σχίσιμο των χαρτών της Μεγάλης Ελλάδας από του βήματος της Βουλής, το φοβερό επιχείρημα Μοσχούλα προς τους ψηφοφόρους του: «Και που μεγάλωσε η Ελλάδα, μεγάλωσε εσένα το χωράφι σου;») είχαν τέτοια αποτελέσματα.
Δεν ήταν γεννημένος για δικτάτορας ο Βενιζέλος. Αλλά εκείνη την ημέρα δεν ηττήθηκε ο Βενιζέλος. Εξέπεσε ο Ελληνισμός της αποστολής του, του δικαιώματός του να είναι περήφανος, δυνατός και ανεξάρτητος. Προτίμησε την μοίρα της δημοκοπίας που κρύβει την πραγματικότητα του προτεκτοράτου. Φυσικό λοιπόν ήταν να πανηγυρίζουν και να φωταγωγούν τα τζαμιά τους οι Τούρκοι, να ανακουφίζονται οι κεμαλικοί, να αναθαρρούν οι Οσμανλήδες που ένιωθαν δέος και μόνο στην παρουσία του Κρητικού κυβερνήτη.
Και όμως. Στην Αθήνα κάποιοι πανηγύριζαν, «σ’ ένα ξεχείλισμα πρωτοφανούς προστυχιάς και εκβακχισμού», όπως γράφει στο ημερολόγιό της η εθνική ηγερία Πηνελόπη Δέλτα. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου ολοκλήρωσε το έγκλημα, καθώς έδινε το πρόσχημα που επιζητούσαν οι σύμμαχοι για να αποδεσμευτούν από την επιχείρηση στην οποία η ιδιοφυΐα του Βενιζέλου τους είχε εμπλέξει, ενώ στην Αθήνα κραύγαζαν «Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε». Και η Δέλτα, με θλίψη και οργή, θα σημειώνει στο ημερολόγιό της (7 και 11 Δεκεμβρίου):
«“Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε!” Πέρα, στην Μικρασία κάπου, σε μια σπηλιά όπου είχαν καταφύγει για να κρυφθούν από τους Τούρκους, βρέθηκαν τα πτώματα Ελλήνων, γυναικοπαίδων, σφαγμένα, πριονισμένα. Βρέθηκαν τα αιματωμένα πριόνια, τα κόκκαλα, οι σάρκες. “Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε!”…Και με τι δικαίωμα η άμορφη αυτή αγέλη ρίχνει στη σκλαβιά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Με τι δικαίωμα παραιτείται από ελληνικά μέρη; “Δεν τα θέλομε”. Ποιος σας ρώτησε αν τους θέλετε; Και με τι δικαίωμα, Πλακιώτες στενόψυχοι, αποφασίζετε πως δεν θέλετε την ένωση της φυλής; (…) Έτσι για το κόμμα, για το πείσμα, αρνήθηκε (ο λαός της Ελλαδικής Ελλάδας) να μπει στην Πόλη, να λειτουργηθεί στην Αγιά Σοφία κι έχασε την περίσταση να ελευθερώσει τον Πόντο…»
*Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι δοκιμιογράφος και πεζογράφος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)