Το ιστολόγιο δεν ανανεώνεται από 31/12/2020 και λειτουργεί μόνο ως αρχειοθήκη
Νέα κυκλοφορία: Ένα πρόταγμα για τον 21ο αιώνα
Ένα πρόταγμα για τον 21ο αιώνα, Ο “εκσυγχρονισμός της παράδοσης”, Από το 1-1-4 στους Αγανακτισμένους, Γιώργος Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ζούμε –μέσα στην αγωνία–, το τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, που ενώ άρχισε με αισιοδοξία και δημιουργικότητα στη δεκαετία του 1960, ως απόπειρα «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», κατέληξε σε μια γενικευμένη κατάθλιψη, αδιέξοδο και κρίση του «παρασιτικού εκσυγχρονισμού», πενήντα χρόνια αργότερα· και το χειρότερο είναι πως αυτή η κρίση κινδυνεύει να συμπαρασύρει στο βάραθρο της αποτυχίας τον ελληνισμό στο σύνολό του.
Μέσα από δύο κείμενά μου, γραμμένα το 2013 και το 2014, προσπαθώ να ανιχνεύσω τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου και να σκιαγραφήσω τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις μιας νέας πορείας που θα μας δώσει –ίσως– τη δυνατότητα να υπερβούμε θετικά την κρίση μας, διαμορφώνοντας ένα πρόταγμα για τον 21ο αιώνα.
Κάτω από νέες συνθήκες, το ίδιο αίτημα, του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», αναδεικνύεται και πάλι. Και το μόνο που μπορούμε να ευχόμαστε είναι πως η τελεσίδικη παρακμή της Δύσης, την οποία βιώνουμε, να επιτρέψει σήμερα στο αίτημα αυτό να αποκτήσει βαθύτερο και ριζικότερο χαρακτήρα. Έχοντας την εμπειρία των πενήντα χρόνων της έξαρσης και της παρακμής, είμαστε υποχρεωμένοι να επιχειρήσουμε ένα δυσκολότερο αλλά και υψηλότερο άλμα.
Επισκεφθείτε το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2014 για το βιβλίο - μελέτη «Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα», του Γ. Καραμπελιά
Βραβείο
της Ακαδημίας Αθηνών για μελέτη στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 ή την
προετοιμασία αυτής, στο Γιώργο Καραμπελιά για το βιβλίο του «Η
ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή “Κόψε το ρόδο πριν
μαραθεί’’» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011).
Στη μακρά πορεία της ελληνικής παλιγγενεσίας, ο Βελεστινλής σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου, κατά την οποία οι Έλληνες αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους στηριζόμενοι πρωτίστως στη συνδρομή των ξένων, και την απαρχή μιας νέας, κατά την οποία τολμούν να διανοούνται και να προετοιμάζουν μια νέα ανεξάρτητη πολιτειακή τάξη.
Και επειδή κλείνει μια περίοδο και ανοίγει μία νέα, συνιστά, την εμβληματικότερη μορφή της νεώτερης ελληνικής ιδεολογίας, εξ αιτίας ακριβώς της μοναδικής του συνθετικότητας: Συγγραφέας ρομαντικών διηγημάτων και στιχουργημάτων, έργων επιστημονικής εκλαΐκευσης και αρχαιογνωσίας, εκδότης υπέροχων χαρτών, χρησμολογικών κειμένων και βιβλίων στρατιωτικής τακτικής, συγγραφέας επαναστατικού “προγράμματος”, ποιητής -λόγιος και λαϊκός-, τραγουδιστής και μουσικός, προπαντός οργανωτής και αδάμαστος επαναστάτης μέχρι τέλους. Η μορφή του άστραψε για λίγο καιρό και άφησε έκθαμβους τους συγχρόνους του – και φαίνεται πως τύφλωσε πολλούς από τους τοτινούς καθώς και τους σύγχρονους λογίους μας.
Ο Ρήγας προσωποποιούσε τη σύνθεση και την άρση της αντίθεσης ανάμεσα στα ρεύματα που διαπερνούν τον σύγχρονο ελληνισμό: σκέψη και δράση, συναίσθημα και ορθός λόγος, Ανατολή και Δύση, αρχαιότητα και Βυζάντιο, νεωτερικότητα και παράδοση, λόγιο και λαϊκό στοιχείο. Ο Ρήγας ήταν η προσωποποιημένη άρση του “καημού της ρωμιοσύνης”, της διαρκώς ανολοκλήρωτης ταυτότητάς μας, γι’ αυτό και πάντα επίκαιρος, τόσα χρόνια μετά: διότι βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το ίδιο αίτημα, να απαντήσουμε θετικά στον “καημό της ρωμιοσύνης”, στον καημό των λαών της Βαλκανικής.
Ο Ρήγας υπήρξε η προσωποποιημένη άρση του “καημού της ρωμιοσύνης”, του διαρκούς ανολοκλήρωτου της ταυτότητάς μας, γι’ αυτό και διαρκώς επίκαιρος, τόσα χρόνια μετά, γι’ αυτό και αντικείμενο διαμάχης, διότι, ακόμα και σήμερα -ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε-, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ίδιο αίτημα.
Γι’ αυτό και παραμένει αξεπέραστος, το εμβληματικό και ταυτόχρονα ανολοκλήρωτο πρόταγμα του νεώτερου ελληνισμού. Γι’ αυτό και επιστρέφουμε διαρκώς σε αυτόν, γι’ αυτό μας γοητεύει με έναν συχνά δυσεξήγητο τρόπο η φυσιογνωμία του, διότι αποτελεί το πρόσωπο -διαχρονικό και, στις μέρες μας, τραγικό- του ελληνισμού: Έλληνας, Βαλκάνιος, οικουμενικός.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Στη μακρά πορεία της ελληνικής παλιγγενεσίας, ο Βελεστινλής σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου, κατά την οποία οι Έλληνες αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους στηριζόμενοι πρωτίστως στη συνδρομή των ξένων, και την απαρχή μιας νέας, κατά την οποία τολμούν να διανοούνται και να προετοιμάζουν μια νέα ανεξάρτητη πολιτειακή τάξη.
Και επειδή κλείνει μια περίοδο και ανοίγει μία νέα, συνιστά, την εμβληματικότερη μορφή της νεώτερης ελληνικής ιδεολογίας, εξ αιτίας ακριβώς της μοναδικής του συνθετικότητας: Συγγραφέας ρομαντικών διηγημάτων και στιχουργημάτων, έργων επιστημονικής εκλαΐκευσης και αρχαιογνωσίας, εκδότης υπέροχων χαρτών, χρησμολογικών κειμένων και βιβλίων στρατιωτικής τακτικής, συγγραφέας επαναστατικού “προγράμματος”, ποιητής -λόγιος και λαϊκός-, τραγουδιστής και μουσικός, προπαντός οργανωτής και αδάμαστος επαναστάτης μέχρι τέλους. Η μορφή του άστραψε για λίγο καιρό και άφησε έκθαμβους τους συγχρόνους του – και φαίνεται πως τύφλωσε πολλούς από τους τοτινούς καθώς και τους σύγχρονους λογίους μας.
Ο Ρήγας προσωποποιούσε τη σύνθεση και την άρση της αντίθεσης ανάμεσα στα ρεύματα που διαπερνούν τον σύγχρονο ελληνισμό: σκέψη και δράση, συναίσθημα και ορθός λόγος, Ανατολή και Δύση, αρχαιότητα και Βυζάντιο, νεωτερικότητα και παράδοση, λόγιο και λαϊκό στοιχείο. Ο Ρήγας ήταν η προσωποποιημένη άρση του “καημού της ρωμιοσύνης”, της διαρκώς ανολοκλήρωτης ταυτότητάς μας, γι’ αυτό και πάντα επίκαιρος, τόσα χρόνια μετά: διότι βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το ίδιο αίτημα, να απαντήσουμε θετικά στον “καημό της ρωμιοσύνης”, στον καημό των λαών της Βαλκανικής.
Ο Ρήγας υπήρξε η προσωποποιημένη άρση του “καημού της ρωμιοσύνης”, του διαρκούς ανολοκλήρωτου της ταυτότητάς μας, γι’ αυτό και διαρκώς επίκαιρος, τόσα χρόνια μετά, γι’ αυτό και αντικείμενο διαμάχης, διότι, ακόμα και σήμερα -ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε-, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ίδιο αίτημα.
Γι’ αυτό και παραμένει αξεπέραστος, το εμβληματικό και ταυτόχρονα ανολοκλήρωτο πρόταγμα του νεώτερου ελληνισμού. Γι’ αυτό και επιστρέφουμε διαρκώς σε αυτόν, γι’ αυτό μας γοητεύει με έναν συχνά δυσεξήγητο τρόπο η φυσιογνωμία του, διότι αποτελεί το πρόσωπο -διαχρονικό και, στις μέρες μας, τραγικό- του ελληνισμού: Έλληνας, Βαλκάνιος, οικουμενικός.
Επισκεφθείτε το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εναλλακτικών Εκδόσεων
ΜΚΟ και παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα
ΜΚΟ και παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα
Από το ίδρυμα Φορντ στον Σόρος και τα γερμανικά ιδρύματα
Γιώργος Καραμπελιάς (επιμέλεια)
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Στο πρώτο μέρος
του συλλογικού αυτού τόμου εξετάζεται η σχέση ανάμεσα στη διανόηση και
την εξουσία, όπως διαμορφώθηκε ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60, με
επίκεντρο τις διασυνδέσεις του Ιδρύματος Φορντ με τους διανοουμένους
στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας όπως και με τα «νέα κοινωνικά
κινήματα» σε όλο τον κόσμο.
Οι Επιχορηγήσεις Φορντ αποτέλεσαν ένα μεγάλο ιδεολογικό πείραμα. Μέσα στις συνθήκες της χούντας, θα εγκαινιάσει τη μετάβαση στη μεταπολίτευση. Ο «καλός Αμερικάνος» θα προετοιμάσει ιδεολογικά το έδαφος για να «θεραπευτούν» οι πληγές που είχε προκαλέσει ο «κακός» αδελφός του! Και εάν ο εμφύλιος πόλεμος το 1945 αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου στον μεταπολεμικό κόσμο, η δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, μετά το 1968, θα σηματοδοτήσει αντίστροφα τη νέα εποχή στη σχέση των διανοουμένων του ’68 με τα μεγάλα ιδρύματα της Δύσης και την εξουσία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Αυτό το πρότυπο θα εφαρμοστεί αμέσως μετά στη Χιλή και εν συνεχεία θα γενικευτεί σε όλο τον κόσμο.
Στο δεύτερο μέρος η έρευνά μας επικεντρώνεται στη δράση των λεγόμενων «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», από την «Ανοιχτή Κοινωνία» του Τζωρτζ Σόρος μέχρι το ΕΛΙΑΜΕΠ και τα ιδρύματα των γερμανικών κομμάτων, κατ’ εξοχήν στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Στο τρίτο μέρος επιμένουμε στον ρόλο των διανοουμένων του συστήματος, ως βασικών μοχλών της επέκτασης και σταθεροποίησης της Νέας Τάξης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Ιστορία και την εθνομηδενιστική διαστρέβλωσή της καθώς και την παράλληλη διείσδυση της νεοθωμανικής Τουρκίας, ιδιαίτερα στη Θράκη και την Εκπαίδευση.
Οι Επιχορηγήσεις Φορντ αποτέλεσαν ένα μεγάλο ιδεολογικό πείραμα. Μέσα στις συνθήκες της χούντας, θα εγκαινιάσει τη μετάβαση στη μεταπολίτευση. Ο «καλός Αμερικάνος» θα προετοιμάσει ιδεολογικά το έδαφος για να «θεραπευτούν» οι πληγές που είχε προκαλέσει ο «κακός» αδελφός του! Και εάν ο εμφύλιος πόλεμος το 1945 αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου στον μεταπολεμικό κόσμο, η δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, μετά το 1968, θα σηματοδοτήσει αντίστροφα τη νέα εποχή στη σχέση των διανοουμένων του ’68 με τα μεγάλα ιδρύματα της Δύσης και την εξουσία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Αυτό το πρότυπο θα εφαρμοστεί αμέσως μετά στη Χιλή και εν συνεχεία θα γενικευτεί σε όλο τον κόσμο.
Στο δεύτερο μέρος η έρευνά μας επικεντρώνεται στη δράση των λεγόμενων «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», από την «Ανοιχτή Κοινωνία» του Τζωρτζ Σόρος μέχρι το ΕΛΙΑΜΕΠ και τα ιδρύματα των γερμανικών κομμάτων, κατ’ εξοχήν στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Στο τρίτο μέρος επιμένουμε στον ρόλο των διανοουμένων του συστήματος, ως βασικών μοχλών της επέκτασης και σταθεροποίησης της Νέας Τάξης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Ιστορία και την εθνομηδενιστική διαστρέβλωσή της καθώς και την παράλληλη διείσδυση της νεοθωμανικής Τουρκίας, ιδιαίτερα στη Θράκη και την Εκπαίδευση.
Ο καιρός γαρ εγγύς
Ο καιρός γαρ εγγύς (ή τα αδιέξοδα της «νέας μεταπολίτευσης»)
Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Όσοι
στη μακρά διάρκεια της μεταπολίτευσης υπήρξαμε μόνιμοι και σταθεροί
επικριτές μιας εποχής ψεύδους, μεταμορφισμού, συλλογικών αυταπατών και
ανενδοίαστης απάτης, βρισκόμαστε διχασμένοι ανάμεσα στη χαρά και τη
λύπη. Χαρά γιατί επιτέλους αυτό το σύστημα βαδίζει στην
έξοδό του από την ιστορία και έχουμε την αίσθηση ότι δικαιώθηκε μια
ανυποχώρητη και συστηματική αντίθεση σε αυτό και, ταυτόχρονα, μια
βαθύτατη λύπη γιατί αυτή η έξοδος πραγματοποιείται μέσα από μεγάλες καταστροφές για τη χώρα.
Πολλοί μας καλούν να πανηγυρίσουμε γιατί, επιτέλους, η περίοδος αυτή τελειώνει και εμείς όχι μόνο σταθήκαμε όρθιοι αλλά και επιβεβαιωθήκαμε στις προβλέψεις μας. Δεν συμφωνούμε με μια τέτοια λογική, διότι αυτή («ας καταστραφούν όλα για να αποδειχθεί πόσο δίκιο είχαμε») ανήκει επίσης στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της εποχής που τελείωσε, της μεταπολίτευσης. Μια εποχή όπου το μικροκομματικό συμφέρον και η ατομική ιδιοτέλεια πρυτάνευαν συστηματικά απέναντι στο εθνικό και το κοινωνικό συμφέρον, σε μια λογική après moi le déluge.
Πολλοί μας καλούν να πανηγυρίσουμε γιατί, επιτέλους, η περίοδος αυτή τελειώνει και εμείς όχι μόνο σταθήκαμε όρθιοι αλλά και επιβεβαιωθήκαμε στις προβλέψεις μας. Δεν συμφωνούμε με μια τέτοια λογική, διότι αυτή («ας καταστραφούν όλα για να αποδειχθεί πόσο δίκιο είχαμε») ανήκει επίσης στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της εποχής που τελείωσε, της μεταπολίτευσης. Μια εποχή όπου το μικροκομματικό συμφέρον και η ατομική ιδιοτέλεια πρυτάνευαν συστηματικά απέναντι στο εθνικό και το κοινωνικό συμφέρον, σε μια λογική après moi le déluge.
Ριζοσπαστισμός και αίσθημα ευθύνης
Εμείς,
αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, παρ’ ότι υπήρξαμε
διαχρονικά, αταλάντευτοι αντίπαλοι του καθεστώτος, επιδιώκαμε πάντα να
συνδυάζουμε την πιο ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική κριτική με ένα βαθύ
αίσθημα ευθύνης, θέλοντας να «αποδείξουμε» πως κάτι τέτοιο είναι όντως
δυνατό. Πως ριζοσπαστισμός δεν σημαίνει υποχρεωτικά γενικευμένη ανευθυνότητα και πως υπευθυνότητα δεν σημαίνει ραγιαδισμός,
σύμφωνα με το γνωστό αδιέξοδο δίπολο της μεταπολίτευσης. Αντίθετα
μάλιστα οι ανεύθυνες δημοκοπίες καταλήγουν πάντα σε Βατερλώ και
ενδοτισμό, ενώ ο ραγιαδισμός σε περιπέτειες εθνικές και κοινωνικές. Μια
αυθεντικά επαναστατική και ριζοσπαστική τοποθέτηση είναι πάντα
«υπεύθυνη», γιατί επιδιώκει πραγματικές ανατροπές και όχι καφενειακές
μπουρδολογίες που καταλήγουν σε άτακτες υποχωρήσεις.
Όταν ο Τσίπρας γίνεται ουρά του Σαμαρά
Ανακοίνωση Άρδην
Τελικά
η επίσκεψη του Νταβούτογλου ήταν πολύ διδακτική για το πόσο δουλοπρεπές
είναι σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δέχτηκε το αίτημα του Νταβούτογλου για νέο κοινό υπουργικό συμβούλιο Ελλάδας – Τουρκίας στην πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα. Έβαλε την αστυνομία να απαγορέψει κάθε διαδήλωση στην Αθήνα και τα πιστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ εκφόβιζαν για ένα εικοσιτετράωρο τον ελληνικό λαό να μην κατεβεί στη διαδήλωση εναντίον του «βεζίρη».
Από την άλλη, η εικόνα της αντιπολίτευσης είναι πιο απογοητευτική. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ (ούτε καν οι περίφημες πατριωτικές πτέρυγες – με μόνη εξαίρεση το ΔΗΚΚΙ) δεν έβγαλαν ούτε μια ανακοίνωση για την απαράδεκτη επίσκεψη του Νταβούτογλου και την αξίωσή του να μεταβεί με το μισό του υπουργικό συμβούλιο στη Θράκη. Το μόνο μέλημα του Τσίπρα ήταν να κλείσει μια συνάντηση με τον Νταβούτογλου για να του πει ότι θα είναι ο μελλοντικός πρωθυπουργός της χώρας. Ο Νταβούτογλου φυσικά τον εξευτέλισε και τον στρίμωξε στο πρόγραμμά του να τον δει για λίγα λεπτά πριν ανεβεί στο αεροπλάνο για να φύγει από τη χώρα. Ο Νταβούτογλου του έδωσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το πώς θα τον αντιμετωπίζει.
Φυσικά η εικόνα δεν είναι διαφορετική στην ακροδεξιά. Άλλοτε λαλίστατη, η ακροδεξιά δεν έβγαλε τσιμουδιά για το υπουργικό συμβούλιο Ελλάδας-Τουρκίας. Άλλωστε, μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές και στο παρελθόν, όταν μας επισκεπτόταν ο Ερντογάν, η Μέρκελ ή ο Σόιμπλε (δηλαδή οι πραγματικοί επικυρίαρχοι της χώρας) και πάντα απουσίαζαν. Αυτή τη φορά όμως απουσίαζε πιο προκλητικά από κάθε άλλη φορά, ενώ οι ψευτοπαλληκαράδες της Χρυσής Αυγής, από τη στιγμή που συνέλαβαν μέρος της ηγετικής ομάδας, έχουν εξαφανιστεί.
Το Άρδην μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το ΔΗΚΚΙ, τη Χριστιανική Δημοκρατία, το Πατριωτικό Κοινωνικό Κίνημα, την Επιτροπή Συμπαράστασης στο Κουρδιστάν και το Πολιτιστικό Κέντρο Κουρδιστάν ήταν οι μόνοι που κατέβηκαν στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν για την επίσκεψη του Νταβούτογλου. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας, διαδηλώσαμε την αντίστασή μας στα νεο-οθωμανικά σχέδια που προωθούνται στην Ελλάδα, και εκφράσαμε αυτό που σκέφτεται η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, και που δεν τολμάει κανένας από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό να ψελλίσει…
Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δέχτηκε το αίτημα του Νταβούτογλου για νέο κοινό υπουργικό συμβούλιο Ελλάδας – Τουρκίας στην πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα. Έβαλε την αστυνομία να απαγορέψει κάθε διαδήλωση στην Αθήνα και τα πιστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ εκφόβιζαν για ένα εικοσιτετράωρο τον ελληνικό λαό να μην κατεβεί στη διαδήλωση εναντίον του «βεζίρη».
Από την άλλη, η εικόνα της αντιπολίτευσης είναι πιο απογοητευτική. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ (ούτε καν οι περίφημες πατριωτικές πτέρυγες – με μόνη εξαίρεση το ΔΗΚΚΙ) δεν έβγαλαν ούτε μια ανακοίνωση για την απαράδεκτη επίσκεψη του Νταβούτογλου και την αξίωσή του να μεταβεί με το μισό του υπουργικό συμβούλιο στη Θράκη. Το μόνο μέλημα του Τσίπρα ήταν να κλείσει μια συνάντηση με τον Νταβούτογλου για να του πει ότι θα είναι ο μελλοντικός πρωθυπουργός της χώρας. Ο Νταβούτογλου φυσικά τον εξευτέλισε και τον στρίμωξε στο πρόγραμμά του να τον δει για λίγα λεπτά πριν ανεβεί στο αεροπλάνο για να φύγει από τη χώρα. Ο Νταβούτογλου του έδωσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το πώς θα τον αντιμετωπίζει.
Φυσικά η εικόνα δεν είναι διαφορετική στην ακροδεξιά. Άλλοτε λαλίστατη, η ακροδεξιά δεν έβγαλε τσιμουδιά για το υπουργικό συμβούλιο Ελλάδας-Τουρκίας. Άλλωστε, μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές και στο παρελθόν, όταν μας επισκεπτόταν ο Ερντογάν, η Μέρκελ ή ο Σόιμπλε (δηλαδή οι πραγματικοί επικυρίαρχοι της χώρας) και πάντα απουσίαζαν. Αυτή τη φορά όμως απουσίαζε πιο προκλητικά από κάθε άλλη φορά, ενώ οι ψευτοπαλληκαράδες της Χρυσής Αυγής, από τη στιγμή που συνέλαβαν μέρος της ηγετικής ομάδας, έχουν εξαφανιστεί.
Το Άρδην μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το ΔΗΚΚΙ, τη Χριστιανική Δημοκρατία, το Πατριωτικό Κοινωνικό Κίνημα, την Επιτροπή Συμπαράστασης στο Κουρδιστάν και το Πολιτιστικό Κέντρο Κουρδιστάν ήταν οι μόνοι που κατέβηκαν στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν για την επίσκεψη του Νταβούτογλου. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας, διαδηλώσαμε την αντίστασή μας στα νεο-οθωμανικά σχέδια που προωθούνται στην Ελλάδα, και εκφράσαμε αυτό που σκέφτεται η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, και που δεν τολμάει κανένας από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό να ψελλίσει…
Άρδην Θεσσαλονίκης: Καμιά δίωξη σε όσους αντιστέκονται στους πλειστηριασμούς
Σήμερα Τετάρτη, 3-12-2014, στις 3.00
μ.μ. στο Δικαστικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης θα εκδικάζονταν σειρά υποθέσεων
που αφορούν πλειστηριασμούς προς όφελος των τραπεζών. Όπως και την
προηγούμενη Τετάρτη, 26-11-2014, οργανώσεις, συνδικάτα και αλληλέγγυοι
πολίτες επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν για να καταγγείλουν το χαρακτήρα των
πλειστηριασμών.
Που ως αποτέλεσμα έχει την εξαθλίωση χιλιάδων συμπολιτών
μας και την βάναυση φτωχοποίησή τους. Όπως και τη προηγούμενη φορά, η
παρουσία των πολιτών και η αγωνιστική τους διάθεση είχε ως αποτέλεσμα να
ληφθεί το μήνυμα και οι πλειστηριασμοί να μην προχωρήσουν. Μετά το
τέλος της διαμαρτυρίας, αναίτια, οι αστυνομικές δυνάμεις προσήγαγαν δύο
άτομα στο Αστυνομικό Τμήμα, ενώ στη συνέχεια προσήγαγαν άλλους 15 χωρίς
κανείς να γνωρίζει το λόγο. Αυτή τη στιγμή, 8.00 μ.μ. ακόμα κρατούνται
στο Α.Τ. Δωδεκανήσου.
Ουδεμία
έκπληξη. Οι πολιτικές της αρπαγής του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της
ελληνικής κοινωνίας έχει σχεδιαστεί και προετοιμαστεί μεθοδικά.
Μνημόνια, εφαρμοστικοί νόμοι, προεδρικά διατάγματα, το πλαίσιο της
λεηλασίας του από τα ντόπια και ξένα «funds» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Η παράκαμψη της προστασίας του «Νόμου Κατσέλη», η απόφαση να ισχύει ως
τιμή εκκίνησης το 30% μόνο της αξίας του ακινήτου με την οποία χρεώθηκαν
οι πολίτες, είναι τα νέα επεισόδια στην διαδικασία αυτή. Και βέβαια
όταν η απόγνωση γίνεται δράση και οι πλειστηριασμοί γίνονται πεδίο
διαμαρτυρίας επιστρατεύονται οι δυνάμεις καταστολής, για να μην μπαίνουν
ιδέες στους πολλούς.
Η ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ «ΑΡΔΗΝ» Θεσσαλονίκης εκφράζει την συμπαράσταση της στους διωκόμενους και επιμένει όπως και πολλοί άλλοι: «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη».
Να αντιταχθούμε στη σκανδαλώδη “επίσκεψη” Νταβούτογλου
Στις 5 Δεκεμβρίου 2014 καταφθάνει στην
Ελλάδα ο πρωθυπουργός της Τουρκίας και αρχιτέκτονας του νεο-οθωμανισμού,
Αχμέτ Νταβούτογλου, για να συμμετάσχει στο κοινό, ελληνοτουρκικό
υπουργικό συμβούλιο. Την ίδια στιγμή που πραγματοποιείται μια νέα
επέκταση της εισβολής στην Κύπρο, με την έμπρακτη αμφισβήτηση της
κυπριακής ΑΟΖ· την ίδια στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται στο αποκορύφωμα
της επεκτατικής της δραστηριότητας, προωθώντας τα σχέδιά της στην Συρία,
και ευρύτερα στην Μέση Ανατολή και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον
κουρδικό λαό· την ίδια στιγμή που βρίσκεται σε απομόνωση σε ολόκληρη την
περιοχή, τότε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου επιλέγει να συμμετάσχει σ’
ένα ακόμη στιγμιότυπο «ελληνοτουρκικής φιλίας». Μόνο που, πλέον, και
μετά τα τελευταία γεγονότα στην Κύπρο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν
εισέλθει για μια ακόμα φορά σ’ ένα νέο στάδιο: Πλέον, η τουρκική
κυβέρνηση δεν επιδιώκει να επιβάλει τα συμφέροντά της δια της «φιλίας»
αλλά δια των εκβιασμών και της ανοιχτής επιβολής. Γι’ αυτό και αυτό το
κοινό ελληνοτουρκικό συμβούλιο δεν είναι απλώς μόνον ένα ακόμη
πυροτέχνημα «φιλίας», αλλά επί της ουσίας η πρώτη συνάντηση του
νεο-οθωμανού περιφερειακού δυνάστη, που αμφισβητεί ανοικτά το καθεστώς
του Αιγαίου και απειλεί τη Θράκη, με την ελληνική «διοίκηση». Αποτελεί
σκάνδαλο η συνάντηση των υπουργικών συμβουλίων των δύο χωρών ,τη στιγμή
που η Ελλάδα όχι μόνο έχει εγκαταλείψει το ενιαίο αμυντικό δόγμα
Ελλάδας-Κύπρου και δεν διεξάγονται κοινές συναντήσεις των υπουργικών
συμβουλίων Ελλάδας-Κύπρου, όπως θα έπρεπε!
Οι
εξελίξεις έχουν προχωρήσει πάρα πολύ για να κάνουμε ότι δεν
καταλαβαίνουμε. Πλέον, στην ευρύτερη περιοχή, από την μία πλευρά,
υπάρχουν όλοι εκείνοι που επιδιώκουν το χάος, και την αποσταθεροποίηση,
τον «πόλεμο των πολιτισμών» και την ενίσχυση του Ισλαμικού Χαλιφάτου,
για να τους χρησιμοποιήσουν μετέπειτα ως «εργαλείο» για να στήσουν την
νέα αποικιακή φυσιογνωμία της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη, είναι το
στρατόπεδο των απειλούμενων, που κινδυνεύουν να γνωρίσουν μια νέα μακρά
περίοδο υποδούλωσης. Σ’ αυτήν την μοίρα βρίσκονται οι Κούρδοι, οι
Παλαιστίνιοι, και βέβαια εμείς, οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο
–καθώς οι νέο-οθωμανοί θεωρούν την μνημονιακή καταβύθιση της χώρας μας,
και την μεταβολή της σε αποικία χρέους, την μεγάλη ευκαιρία για να
ολοκληρώσουν την δορυφοροποίηση της στη σφαίρα επιρροής τους.
Ο
ελληνικός λαός ή θα αγωνιστεί για την αυτοδιάθεσή του ενάντια στην
διπλή επιβολή που ασκούν Δύση –Αμερικάνοι και Γερμανοί– και
Νεο-οθωμανική Τουρκία ή θα βρεθεί μπροστά στο φάσμα μιας τελεσίδικης
ιστορικής συρρίκνωσης. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.
Γι’ αυτό και καλούμε όλους να διαδηλώσουμε ανοικτά ενάντια σε αυτή τη σκανδαλώδη «επίσκεψη», ιδιαίτερα τη στιγμή που πραγματοποιείται.
Γι’ αυτό και καλούμε όλους να διαδηλώσουμε ανοικτά ενάντια σε αυτή τη σκανδαλώδη «επίσκεψη», ιδιαίτερα τη στιγμή που πραγματοποιείται.
ΕΞΩ Ο ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
ΕΞΩ Ο ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΟΖ
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΙΥΡΔΙΚΟ ΛΑΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΜΠΑΝΙ
ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΑΚΗ
ΟΛΟΙ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 5:30 μμ.
ΑΡΔΗΝ
ΔΗΚΚΙ
Χριστιανική Δημοκρατία
Πολιτιστικό Κέντρο Κουρδιστάν
Επιτροπή Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν
Πατριωτικό Κοινωνικό Κίνημα
Ανακοίνωση του Άρδην
Την ίδια στιγμή που Τρόικα και Γερμανική Ευρώπη εκβιάζουν αφόρητα απαιτώντας να ενταθούν οι πολιτικές που καταδικάζουν τον ελληνικό λαό σε βελούδινη γενοκτονία, την ίδια στιγμή που η τουρκική κυβέρνηση αξιώνει να κάνει με σύσσωμο το υπουργικό της συμβούλιο περιοδεία ανά την Θράκη, λες και επισκέπτεται κάποια επαρχία του τουρκικού κράτους, η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει ένα ακόμη εσωτερικό μέτωπο παραβιάζοντας τα δικαιώματα των Νίκου Ρωμανού και Ηρακλή Κωστάρη ως κρατουμένων, με το να αρνούνται να τους παρέχουν τις νόμιμες εκπαιδευτικές άδειες που δικαιούνται (και τις οποίες επί 3 ½ χρόνια ο Ηρακλής Κωστάρης λάμβανε κανονικά).
Είναι σαφές, πως η κυβερνώσα δεξιά έχει αναδιπλωθεί σ’ ένα εμφυλιακού τύπου ρεβανσιστικό προφίλ προκειμένου να «παίξει τα ρέστα της» από την φθορά και την πλατιά απονομιμοποίηση που προκαλεί η εφαρμογή της λαοκτόνας πολιτικής της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η «στρατηγική της έντασης» που το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει υιοθετήσει σε σχέση με τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Αυτή η πολιτική απειλεί να προκαλέσει μιαν αντιπαράθεση γύρω από τα αυτονόητα, δηλαδή τα δικαιώματα των δύο κρατουμένων, ενώ τα δρεπανηφόρα άρματα της Αποικίας Χρέους μαρσάρουν τις μηχανές τους και ετοιμάζονται να προχωρήσουν περαιτέρω στην εθνική και κοινωνική καταστροφή της χώρας μας.
Τούτος ο λόγος είναι και ο κυριότερος για τον οποίον αυτό το ζήτημα πρέπει να κλείσει άμεσα. Διότι μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης γύρω από αυτό το ζήτημα, συμφέρει μόνο όσους σφίγγουν την θηλιά γύρω από το λαιμό του ελληνικού λαού.
Είναι σαφές, πως η κυβερνώσα δεξιά έχει αναδιπλωθεί σ’ ένα εμφυλιακού τύπου ρεβανσιστικό προφίλ προκειμένου να «παίξει τα ρέστα της» από την φθορά και την πλατιά απονομιμοποίηση που προκαλεί η εφαρμογή της λαοκτόνας πολιτικής της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η «στρατηγική της έντασης» που το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει υιοθετήσει σε σχέση με τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Αυτή η πολιτική απειλεί να προκαλέσει μιαν αντιπαράθεση γύρω από τα αυτονόητα, δηλαδή τα δικαιώματα των δύο κρατουμένων, ενώ τα δρεπανηφόρα άρματα της Αποικίας Χρέους μαρσάρουν τις μηχανές τους και ετοιμάζονται να προχωρήσουν περαιτέρω στην εθνική και κοινωνική καταστροφή της χώρας μας.
Τούτος ο λόγος είναι και ο κυριότερος για τον οποίον αυτό το ζήτημα πρέπει να κλείσει άμεσα. Διότι μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης γύρω από αυτό το ζήτημα, συμφέρει μόνο όσους σφίγγουν την θηλιά γύρω από το λαιμό του ελληνικού λαού.
Κίνημα ΑΡΔΗΝ: Διακήρυξη της 28ης Οκτωβρίου 2013 (ένα χρόνο πριν)
Η 28η Οκτωβρίου του 1940 αποτελεί μια κομβική και σημαδιακή ημερομηνία. Τότε, όπως και το 1821, ξεσηκώθηκε σύσσωμος και ομόθυμος ο ελληνικός λαός. Τότε, όπως και το 1821, άλλοι μεν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και άλλοι στα μετόπισθεν, αλλά όλοι φλογίζονταν εξ ίσου από το πάθος της αντίστασης και της αγάπης για την ελευθερία.
Σήμερα, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε συνθήκες που απαιτούν τη συστράτευση ολόκληρου του λαού. Γι’ αυτό και επιμένουμε στον προφανή συμβολισμό της 28ης Οκτωβρίου γι’ αυτή την πρώτη πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κινήματός μας:
Γιατί απευθυνόμαστε σε όλους τους Έλληνες, άσχετα και πέρα από ιδεολογική και κομματική προέλευση.
Γιατί οι παλιές ιδεολογικές μορφές και διαχωρισμοί, όπως έχουν εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο έχουν αποδειχτεί ξεπερασμένοι και αναντίστοιχοι προς τις σημερινές ανάγκες του λαού μας αλλά και γιατί σήμερα δεν περισσεύει κυριολεκτικά κανείς. Όλοι μας κρινόμαστε, πλέον, όχι από γενικόλογες διακηρύξεις αλλά από τις πράξεις μας.
Πιστεύουμε πως είναι ανάγκη για έναν νέο, τρίτο κύκλο αγώνων του νεώτερου ελληνισμού. Αυτός θα ολοκληρώσει ό,τι άφησαν λειψό οι δύο προηγούμενοι, και θα απαντήσει καταφατικά στην πρόκληση της εποχής – πρόκληση επιβίωσης για τον ελληνικό λαό.
Ο πρώτος κύκλος αγώνων σφραγίζεται από την επανάσταση του 1821 και ολοκληρώνεται το 1922. Οι εκατόχρονοι αγώνες για την ανεξαρτησία του ελληνισμού θα μείνουν ημιτελείς, διότι δεν θα κατορθώσουν να απελευθερώσουν το σύνολο των ιστορικών ελληνικών εδαφών και θα τσακιστούν πάνω στα βράχια των εμφυλίων πολέμων και της Εξάρτησης.
Ο δεύτερος κύκλος σφραγίζεται από την Εθνική Αντίσταση του 1940-1944, τον Αντιαποικιακό Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-1959 και τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες της περιόδου 1960-1974 για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία. Κι αυτοί οι αγώνες, παρότι θα οδηγήσουν στην αποτίναξη του ζυγού του παλατιού και την κατάκτηση σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, θα δοκιμαστούν από τους εμφυλίους και την Ξενοκρατία, ενώ δεν θα αποφύγουμε μια νέα εθνική συρρίκνωση στην Κύπρο.
Σήμερα, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε συνθήκες που απαιτούν τη συστράτευση ολόκληρου του λαού. Γι’ αυτό και επιμένουμε στον προφανή συμβολισμό της 28ης Οκτωβρίου γι’ αυτή την πρώτη πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κινήματός μας:
Γιατί απευθυνόμαστε σε όλους τους Έλληνες, άσχετα και πέρα από ιδεολογική και κομματική προέλευση.
Γιατί οι παλιές ιδεολογικές μορφές και διαχωρισμοί, όπως έχουν εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο έχουν αποδειχτεί ξεπερασμένοι και αναντίστοιχοι προς τις σημερινές ανάγκες του λαού μας αλλά και γιατί σήμερα δεν περισσεύει κυριολεκτικά κανείς. Όλοι μας κρινόμαστε, πλέον, όχι από γενικόλογες διακηρύξεις αλλά από τις πράξεις μας.
Πιστεύουμε πως είναι ανάγκη για έναν νέο, τρίτο κύκλο αγώνων του νεώτερου ελληνισμού. Αυτός θα ολοκληρώσει ό,τι άφησαν λειψό οι δύο προηγούμενοι, και θα απαντήσει καταφατικά στην πρόκληση της εποχής – πρόκληση επιβίωσης για τον ελληνικό λαό.
Ο πρώτος κύκλος αγώνων σφραγίζεται από την επανάσταση του 1821 και ολοκληρώνεται το 1922. Οι εκατόχρονοι αγώνες για την ανεξαρτησία του ελληνισμού θα μείνουν ημιτελείς, διότι δεν θα κατορθώσουν να απελευθερώσουν το σύνολο των ιστορικών ελληνικών εδαφών και θα τσακιστούν πάνω στα βράχια των εμφυλίων πολέμων και της Εξάρτησης.
Ο δεύτερος κύκλος σφραγίζεται από την Εθνική Αντίσταση του 1940-1944, τον Αντιαποικιακό Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-1959 και τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες της περιόδου 1960-1974 για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία. Κι αυτοί οι αγώνες, παρότι θα οδηγήσουν στην αποτίναξη του ζυγού του παλατιού και την κατάκτηση σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, θα δοκιμαστούν από τους εμφυλίους και την Ξενοκρατία, ενώ δεν θα αποφύγουμε μια νέα εθνική συρρίκνωση στην Κύπρο.
Οι Κούρδοι πολεμούν και για μας, γράφει ο Γ. Καραμπελιάς στην εφημερίδα ΡΗΞΗ (φ.108)
Όπως έχουμε συχνά επαναλάβει –ίσως καθ’ υπερβολήν– ο μόνος σταθερός σε
βάθος χρόνου σύμμαχος του ελληνισμού στην περιοχή είναι το μαχόμενο
κουρδικό έθνος. Και αυτό όχι μόνον γιατί έχουμε έναν κοινό αντίπαλο τον
τουρκικό ιμπεριαλισμό, αλλά και γιατί με τους Κούρδους μοιραζόμαστε και
κοινές αξίες κάτι εξαιρετικά σπάνιο στη Μ. Ανατολή.
Οι Κούρδοι επειδή παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία υπερβαίνοντας τις εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις (περιλαμβάνουν σουνίτες, σιίτες, αλεβίτες και γεζιντί καθώς και πολλές φυλές από το ιρανικό Κουρδιστάν έως τα παράλια της Μεσογείου) αποτελούν έναν παράγοντα αυθεντικού εκσυγχρονισμού της παράδοσης στη Μ. Ανατολή. Γι’ αυτό και μπορούν να προβάλλουν αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα ανδρών γυναικών, και η κοινωνική δικαιοσύνη έξω και πέρα απ’ οποιαδήποτε θρησκευτική αναφορά. Αντίθετα οι Κούρδοι για να αποκτήσουν ένα ενιαίο έθνος κράτος είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος της πάλης για τη δημοκρατία σ’ όλη τη Μ. Ανατολή. Στο παρελθόν συγκρούστηκαν με τον Σαντάμ, και είχαν χιλιάδες νεκρούς από τα χημικά και τις βόμβες ναπάλμ, ακόμα παλιότερα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν συμμαχήσει με τις σοβιετικές δυνάμεις εναντίον των ναζί στη Μ. Ανατολή. Για δεκαετίες αντιμετώπισαν με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, τους Τούρκους Κεμαλιστές και Οθωμανούς, ενώ από τη δεκαετία 1990 γνώρισαν και τις διώξεις του καθεστώτος Άσαντ. Και τώρα, έρχονται σε σύγκρουση και με το υποκινούμενο από τις πετρομοναρχίες και τον Ερντογάν τέρας του ισλαμοφασισμού, που εκπροσωπεί το ισλαμικό κράτος. Επομένως, η εθνική τους ανεξαρτησία δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνο ως δημοκρατική, κοσμικού χαρακτήρα και κοινωνιστική. Έτσι, ο άνισος αγώνας των Κούρδων του Κομπάνι, που θυμίζει το δικό μας Μεσολόγγι αποκτά μία τεράστια συμβολική σημασία σε πολλαπλά επίπεδα:
Πρώτον, αναδεικνύει το κουρδικό έθνος ως την μόνη δύναμη που αντιμετωπίζει αποφασιστικά τους ισλαμοφασίστες όπως είχε ήδη γίνει και στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου οι Κούρδοι με τους μαχητές του ΠΚΚ εξεδίωξαν τους τζιχαντιστές από τις κουρδικές πόλεις που είχαν καταλάβει. Έτσι οι Κούρδοι αποκτούν έναν αυξημένο και αποφασιστικό ρόλο σ’ όλη την περιοχή. Αλλά και στην παγκόσμια σκακιέρα.
Δεύτερον, διότι ο αγώνας τους ενάντια στους τζιχαντιστές βάζει φραγμό στα σχέδια του Ερντογάν, του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας. Πράγματι αυτοί σε συμφωνία και με την Δύση και το Ισραήλ ήθελαν να δημιουργήσουν μία ενδιάμεση ζώνη από τα τουρκικά σύνορα μέχρι τον Κόλπο. Αυτή η ζώνη όχι μόνο θα έκοβε στη μέση το «σιιτικό τόξο», αλλά θα επέτρεπε την απρόσκοπτη ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τον Κόλπο στην Τουρκία, καθιστώντας την Τουρκία και το ισλαμικό κράτος κεντρικό παίκτη στη διακίνηση των υδρογονανθράκων τη στιγμή ιδιαίτερα που εξελίσσεται η σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία. Επειδή όμως μεταξύ Τουρκίας και Αράβων σουνιτών βρίσκονται οι Κούρδοι, θα έπρεπε να εξοντωθούν και να περιθωριοποιηθούν. Γι’ αυτό εξάλλου η Τουρκία όχι μόνο εξόπλισε και οργάνωσε τους τζιχαντιστές, αλλά και προσπαθεί να εμποδίσει οποιαδήποτε βοήθεια των Κούρδων της Τουρκίας στους μαχητές του Κομπάνι.
Τρίτον, η σύγκρουση των Κούρδων με τους ισλαμιστές, οδηγεί σε ανάφλεξη στο εσωτερικό της Τουρκίας με πολλαπλές συνέπειες. Θέτει υπό αμφισβήτηση την διαδικασία ψευδοειρήνευσης που είχε αρχίσει μεταξύ Ερντογάν και Οτσαλάν, οδηγώντας σε εξέγερση των Κούρδων σ’ όλη την τουρκική επικράτεια. Το αποτέλεσμα είναι μετά τις περσινές κινητοποιήσεις ενάντια στον Ερντογάν με αφετηρία το πάρκο Γκιεζί στην Κωνσταντινούπολη, και την αυξανόμενη αντίθεση των Αλεβιτών με τον Ερντογάν, να προστεθούν και οι Κούρδοι στο στρατόπεδο της ενεργού αντιπολίτευσης εναντίον του, εξασθενίζοντας ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές και διεθνείς συμμαχίες του. Έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον Γκιουλέν, τον πνευματικό πατέρα του τουρκικού Ισλάμ, βρίσκεται σ’ αντίθεση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ επιδεινώνονται αδιάκοπα οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Επομένως, μία πολιτική διεύρυνσης των συμμαχιών του στο εσωτερικό και το εξωτερικό, γίνεται ακόμα πιο ανέφικτη και τον οδηγεί αποκλειστικά σε στήριξη στα ισλαμικά στοιχεία. Αν δε στο τέλος, υποχρεωθεί να επέμβει και κατά των τζιχαντιστών, τότε θα έχει καταφέρει να έρθει σε σύγκρουση με τους πάντες. Πάντως το βέβαιο είναι, ότι η αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή, οδήγησε την Τουρκία από τα μηδενικά προβλήματα με τους «γείτονες» σχεδόν σε σύγκρουση με όλους. Διότι είναι προφανές ότι αυτές οι εξελίξεις επιδεινώνουν και τις σχέσεις του με το σιιτικό Ιράκ και προφανώς με το Ιράν και την Τεχεράνη.
Τέταρτον, ο ηρωικός αγώνας των Κούρδων τόσο στο Ιράκ όσο και κυρίως στο Κόμπανι εναντίον των τζιχαντιστών, οδηγεί σε μια καθολική αναβάθμιση της εικόνας και του ρόλου των Κούρδων στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στη Δύση, όπου εντείνονται οι φοβίες εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ, και βεβαίως σε όλα τα προοδευτικά και αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα. Εξ αντιθέτου, αποκαλύπτει όλο και πιο πολύ το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας, που δεκαετίες προπαγάνδας και συμπόρευσης με το εβραϊκό λόμπι στο παρελθόν, είχαν εξωραΐσει σ’ όλη τη Δύση. Τώρα πια η Τουρκία επιστρέφει στην πραγματικότητά της φυλακής των λαών.
Οι Κούρδοι επειδή παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία υπερβαίνοντας τις εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις (περιλαμβάνουν σουνίτες, σιίτες, αλεβίτες και γεζιντί καθώς και πολλές φυλές από το ιρανικό Κουρδιστάν έως τα παράλια της Μεσογείου) αποτελούν έναν παράγοντα αυθεντικού εκσυγχρονισμού της παράδοσης στη Μ. Ανατολή. Γι’ αυτό και μπορούν να προβάλλουν αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα ανδρών γυναικών, και η κοινωνική δικαιοσύνη έξω και πέρα απ’ οποιαδήποτε θρησκευτική αναφορά. Αντίθετα οι Κούρδοι για να αποκτήσουν ένα ενιαίο έθνος κράτος είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος της πάλης για τη δημοκρατία σ’ όλη τη Μ. Ανατολή. Στο παρελθόν συγκρούστηκαν με τον Σαντάμ, και είχαν χιλιάδες νεκρούς από τα χημικά και τις βόμβες ναπάλμ, ακόμα παλιότερα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν συμμαχήσει με τις σοβιετικές δυνάμεις εναντίον των ναζί στη Μ. Ανατολή. Για δεκαετίες αντιμετώπισαν με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, τους Τούρκους Κεμαλιστές και Οθωμανούς, ενώ από τη δεκαετία 1990 γνώρισαν και τις διώξεις του καθεστώτος Άσαντ. Και τώρα, έρχονται σε σύγκρουση και με το υποκινούμενο από τις πετρομοναρχίες και τον Ερντογάν τέρας του ισλαμοφασισμού, που εκπροσωπεί το ισλαμικό κράτος. Επομένως, η εθνική τους ανεξαρτησία δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνο ως δημοκρατική, κοσμικού χαρακτήρα και κοινωνιστική. Έτσι, ο άνισος αγώνας των Κούρδων του Κομπάνι, που θυμίζει το δικό μας Μεσολόγγι αποκτά μία τεράστια συμβολική σημασία σε πολλαπλά επίπεδα:
Πρώτον, αναδεικνύει το κουρδικό έθνος ως την μόνη δύναμη που αντιμετωπίζει αποφασιστικά τους ισλαμοφασίστες όπως είχε ήδη γίνει και στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου οι Κούρδοι με τους μαχητές του ΠΚΚ εξεδίωξαν τους τζιχαντιστές από τις κουρδικές πόλεις που είχαν καταλάβει. Έτσι οι Κούρδοι αποκτούν έναν αυξημένο και αποφασιστικό ρόλο σ’ όλη την περιοχή. Αλλά και στην παγκόσμια σκακιέρα.
Δεύτερον, διότι ο αγώνας τους ενάντια στους τζιχαντιστές βάζει φραγμό στα σχέδια του Ερντογάν, του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας. Πράγματι αυτοί σε συμφωνία και με την Δύση και το Ισραήλ ήθελαν να δημιουργήσουν μία ενδιάμεση ζώνη από τα τουρκικά σύνορα μέχρι τον Κόλπο. Αυτή η ζώνη όχι μόνο θα έκοβε στη μέση το «σιιτικό τόξο», αλλά θα επέτρεπε την απρόσκοπτη ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τον Κόλπο στην Τουρκία, καθιστώντας την Τουρκία και το ισλαμικό κράτος κεντρικό παίκτη στη διακίνηση των υδρογονανθράκων τη στιγμή ιδιαίτερα που εξελίσσεται η σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία. Επειδή όμως μεταξύ Τουρκίας και Αράβων σουνιτών βρίσκονται οι Κούρδοι, θα έπρεπε να εξοντωθούν και να περιθωριοποιηθούν. Γι’ αυτό εξάλλου η Τουρκία όχι μόνο εξόπλισε και οργάνωσε τους τζιχαντιστές, αλλά και προσπαθεί να εμποδίσει οποιαδήποτε βοήθεια των Κούρδων της Τουρκίας στους μαχητές του Κομπάνι.
Τρίτον, η σύγκρουση των Κούρδων με τους ισλαμιστές, οδηγεί σε ανάφλεξη στο εσωτερικό της Τουρκίας με πολλαπλές συνέπειες. Θέτει υπό αμφισβήτηση την διαδικασία ψευδοειρήνευσης που είχε αρχίσει μεταξύ Ερντογάν και Οτσαλάν, οδηγώντας σε εξέγερση των Κούρδων σ’ όλη την τουρκική επικράτεια. Το αποτέλεσμα είναι μετά τις περσινές κινητοποιήσεις ενάντια στον Ερντογάν με αφετηρία το πάρκο Γκιεζί στην Κωνσταντινούπολη, και την αυξανόμενη αντίθεση των Αλεβιτών με τον Ερντογάν, να προστεθούν και οι Κούρδοι στο στρατόπεδο της ενεργού αντιπολίτευσης εναντίον του, εξασθενίζοντας ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές και διεθνείς συμμαχίες του. Έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον Γκιουλέν, τον πνευματικό πατέρα του τουρκικού Ισλάμ, βρίσκεται σ’ αντίθεση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ επιδεινώνονται αδιάκοπα οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Επομένως, μία πολιτική διεύρυνσης των συμμαχιών του στο εσωτερικό και το εξωτερικό, γίνεται ακόμα πιο ανέφικτη και τον οδηγεί αποκλειστικά σε στήριξη στα ισλαμικά στοιχεία. Αν δε στο τέλος, υποχρεωθεί να επέμβει και κατά των τζιχαντιστών, τότε θα έχει καταφέρει να έρθει σε σύγκρουση με τους πάντες. Πάντως το βέβαιο είναι, ότι η αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή, οδήγησε την Τουρκία από τα μηδενικά προβλήματα με τους «γείτονες» σχεδόν σε σύγκρουση με όλους. Διότι είναι προφανές ότι αυτές οι εξελίξεις επιδεινώνουν και τις σχέσεις του με το σιιτικό Ιράκ και προφανώς με το Ιράν και την Τεχεράνη.
Τέταρτον, ο ηρωικός αγώνας των Κούρδων τόσο στο Ιράκ όσο και κυρίως στο Κόμπανι εναντίον των τζιχαντιστών, οδηγεί σε μια καθολική αναβάθμιση της εικόνας και του ρόλου των Κούρδων στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στη Δύση, όπου εντείνονται οι φοβίες εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ, και βεβαίως σε όλα τα προοδευτικά και αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα. Εξ αντιθέτου, αποκαλύπτει όλο και πιο πολύ το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας, που δεκαετίες προπαγάνδας και συμπόρευσης με το εβραϊκό λόμπι στο παρελθόν, είχαν εξωραΐσει σ’ όλη τη Δύση. Τώρα πια η Τουρκία επιστρέφει στην πραγματικότητά της φυλακής των λαών.
Ανακοίνωση Κ.Π. ΑΡΔΗΝ
“ISIS - Ερντογάν - Αμερικάνοι: Όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί”
Την ίδια στιγμή που οι Κούρδοι αντιστέκονται ηρωϊκά με
μάχες στο κέντρο του Κομπάνι, ενάντια στο σκοταδιστικό φασισμό του ISIS, συντελείται
από τον διεθνή παράγοντα, και ιδιαίτερα τους Τούρκους και τους Αμερικάνους, μια
τεράστια μεθόδευση ώστε να καταρρεύσει η κουρδική αντίσταση, γεγονός που θα
παραδώσει «στο πιάτο» την πόλη στα χέρια του Τουρκικού Στρατού, που ετοιμάζεται
να συμβεί το μοιραίο για να επέμβει.
Τις τελευταίες μέρες ο διεθνής τύπος βοά για τις σχέσεις
του ISIS με το καθεστώς του Ερντογάν, και πως το τουρκικό κράτος χρησιμοποιεί
επιδέξια τον «κίνδυνο του Χαλιφάτου» για να προωθήσει την δικά του συμφέροντα
στην Συρία.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, και ενώ στο Κομπάνι συντελείται
μια αποτρόπαια σφαγή, ΟΛΑ τα ελληνικά
κόμματα, «μνημονιακά» και ιδιαίτερα τα «αντιμνημονιακά» σιωπούν.
Μέχρι στιγμής, καμία ανακοίνωση, και καμία πρωτοβουλία για κάποια συγκέντρωση
διαμαρτυρίας –την ίδια στιγμή που διεξάγονται πορείες από την Αυστραλία μέχρι
την Χάγη. Φαίνεται είναι εύκολο να
σκίζονται (λεκτικά βέβαια) τα μνημόνια κάθε μέρα, δύσκολο όμως να
αντιπαρατίθεται κανείς με τους πραγματικά επικυρίαρχους της ευρύτερης περιοχής,
και μάλιστα στο πιο χοντρό γεωπολιτικό παιχνίδι που παίζεται αυτήν την στιγμή
στην Μέση Ανατολή.
Πρέπει να κινηθούμε άμεσα, και να καταγγείλουμε και στη χώρα
μας την απίστευτη βαρβαρότητα του ISIS, αλλά και τα παιχνίδια που
παίζουν οι Τούρκοι, οι Αμερικάνοι και το Κατάρ με πρόσχημα την δράση του στην
Συρία και το Ιράκ.
Όχι μόνον γιατί αυτήν την στιγμή συντελείται ένα μαζικό
έγκλημα. Αλλά γιατί ο φασιστικός τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρεται η
περιφερειακή υπερδύναμη και τάχα «φίλη» Τουρκία αφορά άμεσα και εμάς. Ή μήπως
έχουμε καμία αυταπάτη ότι αλλάζει μυαλά σαν σκέφτεται τις σχέσεις που έχει με
την Ελλάδα ή τα Βαλκάνια;
Για την Δημοκρατία και την συνύπαρξη στην Μέση Ανατολή.
Φιλική Εταιρεία, 200 χρόνια από την ίδρυσή της
"Eδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο ελληνισμός ζει και αναπνέει
κοιτάζοντας διαρκώς προς τα «έξω»· έφτασε στα πέρατα της Δύσης –τις
στήλες του Ηρακλέους– και της Ανατολής, μέχρι τις Ινδίες. Περισσότερο
από οποιονδήποτε άλλο λαό διαμόρφωσε τον κόσμο και τον πολιτισμό που
ξέρουμε, τον χριστιανισμό, τη φιλοσοφία, τον ορθό λόγο, την τέχνη. Και
πάντα φεύγοντας, την στενοχωρία ενός τόπου μικρού, τραβώντας για τους
ανοικτούς ορίζοντες. Ακόμα και μέχρι τον 19ο αιώνα, σκλαβωμένοι,
συνεχίζαμε να αρδεύουμε την ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Εγγύς
Ανατολή.
Τόσο πολύ που κάποτε εξαντλήσαμε αυτή την αστείρευτη πηγή που έδωσε τον «θαυμαστό ελληνικό κόσμο». Και μείναμε ξέπνοοι, εξαντλημένοι, κουβαλώντας σαν βάρος τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ιστορία. Η δημογραφική κατάρρευση, η οικονομική κρίση, ο νεο-οθωμανισμός, ο κατακλυσμός από ξένους λαούς και κουλτούρες, η πολιτισμική παρακμή, απειλούν πια με αφανισμό, με τελεσίδικο στέρεμα, την ίδια αυτή πηγή που την πιστεύαμε ανεξάντλητη και γι’ αυτό τόσο γενναιόδωρα την ξοδεύαμε, και σήμερα κινδυνεύουμε να μεταβληθούμε σε ένα απλό σύνορο των κόσμων. Η Φιλική Εταιρεία δοκίμασε να μεταβάλει, και πάλι, αυτό που έγινε σύνορο σε οικουμένη, σε ό,τι δηλαδή υπήρξε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, μέχρι και το Βυζάντιο, ο ελληνικός κόσμος. Γι’ αυτό στοχοθέτησε τη συμπερίληψη όλου του βαλκανικού χώρου, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, τη φυσική του πρωτεύουσα, στο επαναστατικό της σχέδιο."
Τόσο πολύ που κάποτε εξαντλήσαμε αυτή την αστείρευτη πηγή που έδωσε τον «θαυμαστό ελληνικό κόσμο». Και μείναμε ξέπνοοι, εξαντλημένοι, κουβαλώντας σαν βάρος τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ιστορία. Η δημογραφική κατάρρευση, η οικονομική κρίση, ο νεο-οθωμανισμός, ο κατακλυσμός από ξένους λαούς και κουλτούρες, η πολιτισμική παρακμή, απειλούν πια με αφανισμό, με τελεσίδικο στέρεμα, την ίδια αυτή πηγή που την πιστεύαμε ανεξάντλητη και γι’ αυτό τόσο γενναιόδωρα την ξοδεύαμε, και σήμερα κινδυνεύουμε να μεταβληθούμε σε ένα απλό σύνορο των κόσμων. Η Φιλική Εταιρεία δοκίμασε να μεταβάλει, και πάλι, αυτό που έγινε σύνορο σε οικουμένη, σε ό,τι δηλαδή υπήρξε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, μέχρι και το Βυζάντιο, ο ελληνικός κόσμος. Γι’ αυτό στοχοθέτησε τη συμπερίληψη όλου του βαλκανικού χώρου, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, τη φυσική του πρωτεύουσα, στο επαναστατικό της σχέδιο."
"Επιστέγασμα και προϋπόθεση για την πραγμάτωση της αληθινής επανάστασης
που έχει ανάγκη ο ελληνισμός για να επιβιώσει, και οι Έλληνες για να
ζήσουν ελεύθεροι, είναι μια επανάσταση στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός, δεν
συνιστά για μας «υποκατηγορία» αλλά μια καθολικότητα που εμπεριέχει όλα
τα άλλα. Ο πολιτισμός είναι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο άθλημα και η
ιστορία του πολιτισμού αποτελεί την πραγματική ανθρώπινη ιστορία.
Εξάλλου, στον αρχαίο κόσμο, η οικονομία, η πολιτική, η θρησκεία, η
φιλοσοφία, ακόμα και ο πόλεμος, αποτελούσαν ενιαία στοιχεία του
ελληνικού ήθους και του πολιτισμού, όπως και στο Βυζάντιο και στην
Τουρκοκρατία. Οι κοινότητες, το ορθόδοξο ήθος των Ελλήνων πραγματευτών, η
κλεφτουριά και οι νεομάρτυρες συγκροτούσαν ένα ενιαίο πολιτισμικό
υπόδειγμα.
Η πνευματική μας παράδοση, που για χρόνια ολόκληρα καταπατήθηκε και υποβαθμίστηκε από τον εθνομηδενισμό, τη γλωσσική και πολιτιστική αλλοτρίωση, τον μιμητισμό, τον χυδαίο και ανούσιο καταναλωτισμό, θα πρέπει να ξαναβρεί την επαφή της με το αληθινό και το ωραίο του πολιτισμού μας αλλά και όλων αυτών που έχουν να μας προσφέρουν οι ξένοι πολιτισμοί. Εξάλλου, σε όλη μας την ιστορική διαδρομή, δεν υπήρξαμε ποτέ κλεισμένοι στον εαυτό μας· διαμορφώσαμε έναν πολιτισμό των συνόρων που έπαιρνε από άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδινε στο πολλαπλάσιο, έχοντας μετασχηματίσει δημιουργικά τα ξένα στοιχεία. Μόνο στις εποχές της παρακμής, όπου κυριαρχούσαν οι γραικύλοι, το στοιχείο της δημιουργικής αφομοίωσης υποχωρούσε μπροστά σε εκείνο του μιμητισμού, που πάντα τον έλεγαν «εκσυγχρονισμό».
Όπως έλεγε ο ποιητής, «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση», δηλαδή, γνωρίσαμε και τη Δύση και την Ανατολή και τα βρήκαμε λειψά. Ονειρευόμαστε και θέλουμε έναν ελληνικό πολιτισμό, ικανό να γονιμοποιήσει το ξένο, το αλλότριο, με τη ζύμη του εγχώριου, ώστε να προσφέρει δημιουργικά στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Γι’ αυτό και η Φιλική έθεσε το εμβληματικό και ταυτόχρονα ανολοκλήρωτο πρόταγμα του νεώτερου ελληνισμού. Γι’ αυτό γυρνάμε και ξαναγυρνάμε σ’ αυτήν, γι’ αυτό μας γοητεύει, διότι αποτελεί το πρόσωπο –διαχρονικό και, στις μέρες μας, τραγικό– του ελληνισμού: Έλληνες, Βαλκάνιοι, οικουμενικοί."
Η πνευματική μας παράδοση, που για χρόνια ολόκληρα καταπατήθηκε και υποβαθμίστηκε από τον εθνομηδενισμό, τη γλωσσική και πολιτιστική αλλοτρίωση, τον μιμητισμό, τον χυδαίο και ανούσιο καταναλωτισμό, θα πρέπει να ξαναβρεί την επαφή της με το αληθινό και το ωραίο του πολιτισμού μας αλλά και όλων αυτών που έχουν να μας προσφέρουν οι ξένοι πολιτισμοί. Εξάλλου, σε όλη μας την ιστορική διαδρομή, δεν υπήρξαμε ποτέ κλεισμένοι στον εαυτό μας· διαμορφώσαμε έναν πολιτισμό των συνόρων που έπαιρνε από άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδινε στο πολλαπλάσιο, έχοντας μετασχηματίσει δημιουργικά τα ξένα στοιχεία. Μόνο στις εποχές της παρακμής, όπου κυριαρχούσαν οι γραικύλοι, το στοιχείο της δημιουργικής αφομοίωσης υποχωρούσε μπροστά σε εκείνο του μιμητισμού, που πάντα τον έλεγαν «εκσυγχρονισμό».
Όπως έλεγε ο ποιητής, «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση», δηλαδή, γνωρίσαμε και τη Δύση και την Ανατολή και τα βρήκαμε λειψά. Ονειρευόμαστε και θέλουμε έναν ελληνικό πολιτισμό, ικανό να γονιμοποιήσει το ξένο, το αλλότριο, με τη ζύμη του εγχώριου, ώστε να προσφέρει δημιουργικά στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Γι’ αυτό και η Φιλική έθεσε το εμβληματικό και ταυτόχρονα ανολοκλήρωτο πρόταγμα του νεώτερου ελληνισμού. Γι’ αυτό γυρνάμε και ξαναγυρνάμε σ’ αυτήν, γι’ αυτό μας γοητεύει, διότι αποτελεί το πρόσωπο –διαχρονικό και, στις μέρες μας, τραγικό– του ελληνισμού: Έλληνες, Βαλκάνιοι, οικουμενικοί."
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ και στο Περιοδικό Άρδην τ.97
Συνέντευξη του Γιώργου Καραμπελιά στο περιοδικό Νέα Πολιτική
Στο
περιοδικό Νέα Πολιτική, τεύχος 10, δημοσιεύεται μια εκτενής συνέντευξη
του Γιώργου Καραμπελιά. Από αυτή την συνέντευξη, που διαγράφει όλη την
πορεία της χώρας στη μεταπολίτευση και τα σύγχρονα προβλήματα του κόσμου
μας, αναδημοσιεύεται ένα μικρό μέρος.
ΕΡΩΤΗΣΗ. Είσαστε
μία εμβληματική φυσιογνωμία στην κοινωνία πολιτών και στον πολιτικό
κόσμο, με αναγνωρισιμότητα και αποδοχή πολύ πέραν της εμβέλειας των
πάλαι ποτέ Οικολόγων Εναλλακτικών, το τελευταίο πολιτικό σχήμα με το
οποίο συμμετείχατε σε εκλογές και στο οποίο υπήρξατε ηγετικό ιδρυτικό
μέλος (την περίοδο 1989-1990). Γιατί από τότε δεν συμμετείχατε ενεργά σε
άλλο πολιτικό σχήμα, με εξαίρεση την Σπίθα, από την οποία πάντως φύγατε
νωρίς; Δεν σας πρότεινε καμία δύναμη της Αριστεράς ή του πατριωτικού
χώρου να συμμετάσχετε; Ή είχατε επιφυλάξεις βλέποντας ότι στην μεν
Αριστερά οι πατριωτικές ιδέες αποτελούσαν μειοψηφικό ρεύμα και το
πολιτικό παιχνίδι ήταν στημένο, στον δε πατριωτικό χώρο επικρατούσαν
συντηρητικές ιδεολογίες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Μετά το 1993 και αφού διαλύθηκαν οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, αρχίζει μια
μακρά περίοδος «κατάδυσης» στην ελληνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία
της, ως μοναδική απάντηση στον διογκούμενο με εκπληκτική ταχύτητα
εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία. Αρκεί να δούμε την
ταχύτατη συρρίκνωση του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, με τη σταδιακή
περιθωριοποίηση όλων των εκδοχών του (Τσοβόλας, Παπαθεμελής,
Χαραλαμπίδης) και την επικράτηση του λεγόμενου εκσυχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, με
εμβληματική φυσιογνωμία του τον Σημίτη. Ανάλογες υπήρξαν οι εξελίξεις
και στον χώρο της Αριστεράς. Το ΚΚΕ εσωτ., που είχε κάποτε ως σύμβολό του
το σφυροδρέπανο με την ελληνική σημαία, μεταβάλλεται στον οιονεί
συλλογικό διανοούμενο του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου, τροφοδοτώντας με
εκατοντάδες στελέχη και διανοουμένους το σημιτικό ΠΑΣΟΚ,
«καταλαμβάνοντας» τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τους χώρους της πνευματικής
και πολιτισμικής αναπαραγωγής (εκδοτικούς οίκους, γκαλερί, θέατρα
κ.λπ.), «επεκτεινόμενο» τέλος, μέσω της περεστρόικα και της συγκρότησης
του «Συνασπισμού», και σε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
Η διατύπωση ενός νέου προτάγματος
Με
όλες βέβαια τις ιδεολογικές και πνευματικές «επαναστάσεις» που απαιτεί
και προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα. Κατ’ εξοχήν την υπέρβαση της
δυτικής νοησιαρχίας και του διαφωτισμού σε μια νέα σύνθεση νόησης και
συναισθήματος, διαφωτισμού και ρομαντισμού, μεταφυσικής και ορθού λόγου.
Δεύτερον, την απόρριψη των μονοδιάστατων και μονοπαραγοντικών
ιδεολογιών όπως ο μαρξισμός, ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός
φονταμενταλισμός ή ο οικολογισμός, που επιλέγουν ένα και μόνο κλειδί για
την ερμηνεία της ιστορίας και των ανθρώπινων αντιθέσεων. Ο πρώτος, ο
μαρξισμός, την πάλη των τάξεων. Ο δεύτερος, ο εθνικισμός και ο
θρησκευτικός φονταμενταλισμός τα έθνη και τις θρησκευτικές ταυτότητες
αποκλειστικά (όπως ο ναζισμός παλαιότερα ή ο ισλαμικός
φονταμενταλισμός). Τέλος, ο τελευταίος, την αντίθεση άνθρωπος-φύση και
μόνο. Εμείς, τόσο μέσα από το Άρδην όσο και μέσα από τις Εναλλακτικές
εκδόσεις, προσπαθήσαμε να διατυπώσουμε ένα πολυπαραγοντικό σύστημα
αντιθέσεων, στο οποίο η μία αντίθεση δεν ανάγεται στις άλλες. Δηλαδή, η
πάλη των τάξεων δεν μπορεί μόνη της να ερμηνεύσει όλη την ανθρώπινη
ιστορία, ούτε τα έθνη και οι θρησκείες, ενώ προφανώς, εκτός από την
αντίθεση άνθρωπος-φύση υπάρχουν και διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο οι
αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
Οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού υποκειμένου
Έσχατο,
αλλά όχι ελάχιστο, είναι το εγχείρημα που εγκαινιάζεται από το 2007 με
την έκδοση της εφημερίδας Ρήξη, για τον σταδιακό μετασχηματισμό ενός
ιδεολογικού εγχειρήματος σε πολιτικό επιχειρώντας, ίσως, τον
τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή να περάσουμε από τη σπορά στον θερισμό,
πράγμα που σπανίως επιτυγχάνεται από τους ίδιους ανθρώπους στην ιστορία,
διότι συνήθως άλλος ο καιρός του σπείρειν και άλλος του θερίζειν. Όμως
οι άνθρωποι έλκονται πάντα από το δυσκολότερο αν όχι το ακατόρθωτο! Το
πώς δηλαδή ένα ιδεολογικό πρόταγμα θα μεταβληθεί και σε ένα σχετικά
ολοκληρωμένο πολιτικό εγχείρημα. Από τη στιγμή και πέρα όπου ένα
μίνιμουμ ανθρώπων άρχισαν να συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση
–εξάλλου ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε πολιτικά ενεργοί–, δημιουργώντας την
«Κίνηση Πολιτών Άρδην», το 2008, αρχίσαμε μια «μακρά πορεία»
μετασχηματισμού σε πολιτικό πόλο, παράλληλα με την επιμονή στην
ιδεολογική και θεωρητική επεξεργασία (όλα αυτά τα χρόνια έχουμε
οργανώσει και έχουμε παρέμβει σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες συζητήσεις,
εκδηλώσεις, διαδηλώσεις κ.λπ.).
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της .... Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της .... Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
«Μπουταρισμός», η πιο εκλεπτυσμένη πολιτική της «Αποικίας Χρέους»
Γράφει ο Γ. Ρακκάς, αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Δημοτικής Κίνησης “Μένουμε Θεσσαλονίκη”
Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί ένα νέο στυλ δημοτικής διακυβέρνησης που
ξεπηδάει μέσα από τις ειδικές συνθήκες μεταβολής της χώρας σε «αποικία
χρέους» που ισχύουν την τελευταία πενταετία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά
του είναι τα εξής:
Πετυχημένος επιχειρηματίας, και παράγοντας της περίφημης «Κοινωνικής
Οικονομίας» (ΜΚΟ) ο ίδιος, ηγείται μιας παράταξης επιχειρηματιών,
τεχνοκρατών, διανοουμένων. Συγκολλητική τους ουσία ένας ακραίος
κοσμοπολίτικος φιλελευθερισμός του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που
μιλάει τη γλώσσα των «μπίζνες». Το αποτέλεσμα; Διαμορφώνεται ένα μοντέλο
«Δήμου-Επιχειρηματία» που εκχωρεί τα πάντα σε εργολαβίες, που
εμπορευματοποιεί κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου, που συναινεί στο ακραίο
πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ.
Με κορωνίδα τον «κοσμπολιτισμό» και την «διεθνοποίηση» της
Θεσσαλονίκης την μεταβάλει σε παράρτημα των μεγάλων γεωπολιτικών αξόνων
που αξιώνουν τον έλεγχο της Βαλκανικής. Εξ ου και ο πρωταγωνιστικός
ρόλος που παίζει στον «διοικητικό ιμπεριαλισμό» της γερμανικής
εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή στην ελληνογερμανική συνέλευση συνεργασίας
που αφορά στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Και γι’ αυτό η σπουδή του
να μεταβάλει την Θεσσαλονίκη σε τουριστικό, οικονομικό και πολιτιστικό
παράρτημα της Κωνσταντινούπολης, από κοινού με το τουρκικό κράτος και
την νέα επιχειρηματική ελίτ του Ερντογάν, οι οποίοι αξιώνουν την
εγκαθίδρυση μιας τουρκικής σφαίρας επιρροής στα εδάφη της πάλαι ποτέ
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, υποβαθμίζει πλήρως τις (ιστορικές)
σχέσεις της πόλης με τους Βαλκανικούς λαούς, και την Ανατολική Ευρώπη
–ένα πεδίο το οποίο εξασφαλίζει σαφέστατα πιο ισότιμες σχέσεις και
δημιουργεί αντισυσπειρώσεις στην κοινή προσπάθεια του Ευρωατλαντισμού με
την Τουρκία να μεταβάλουν τα Βαλκάνια σε συγκυριαρχούμενο χώρο.
Τέλος, συμμετέχει στην «εργαλειοποίηση της μνήμης» του Ολοκαυτώματος
και συναινεί στην μεταβολή του σε ιδεολογικό άλλοθι για την γενοκτονία
που διαπράττει το ισραηλινό κράτος εναντίον του Παλαιστινιακού λαού.
Με σύνθημα το «εύκολο κέρδος» και άλλοθι ένα ελευθεριακό λάιφ στάιλ
της ηδονιστικής κατανάλωσης ποντάρει στην ολοκληρωτική παρασιτοποίηση
της Θεσσαλονίκης, μέσω της ακραίας τουριστικοποίησης της οικονομίας της.
Το αποτέλεσμα; Ο εργασιακός ζόφος της κατάργησης της Κυριακάτικης
αργίας, της απασχολησιμότητας, και βέβαια η τεράστια ανεργία που
προκαλεί η παραγωγική αποτελμάτωση της ευρύτερης περιοχής. Ως απάντηση
στην τελευταία, προωθεί, μαζί με την κυβέρνηση, τα δίκτυα απομύζησης
εγκεφάλων και εργατικών χεριών που έχει εγκαθιδρύσει η «Γερμανική
Ευρώπη» στην χώρα μας, και σε ολάκερο τον ευρωπαϊκό Νότο.
Με μια «οικειότητα» ως προς τα ΜΜΕ, δημιουργεί όρους παράκαμψης των
θεσμών, των μορφών διαβούλευσης, του δημόσιου διαλόγου και εισάγει τα
ήθη μιας μηντιακής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη
180ο στροφή του στο ζήτημα της πώλησης του λιμανιού:
Προεκλογικά τοποθετήθηκε αναφανδόν εναντίον, για να διολισθήσει κατά τα
τέλη Αυγούστου σ’ ένα «όχι μεν, αλλά» κατά την διάρκεια μιας συνέντευξής
του στην εφημερίδα Μακεδονία. Εν τέλει το «όχι μεν αλλά» μεταβλήθηκε
στο απροκάλυπτο «στηρίζω την πολιτική της κυβέρνησης» που ειπώθηκε κατά
την τηλεοπτική του εμφάνιση στην TV 100, με τον γραμματέα της ΝΔ, Α. Παπαμιμίκο.
Μια λεπτομέρεια; Η παράταξή του έχει διατυπώσει διαφορετική άποψη, το
ίδιο και το δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Ψιλά γράμματα, όμως, για έναν
δήμαρχο που ασκεί πολιτική μέσω της… επικοινωνίας.
Τέλος, δεν μπορούμε παρά να μην αναφερθούμε στις ολιγαρχικές
ενδείξεις που φέρει μέσα της η ίδια η άνοδος και η επικράτηση του
Μπουταρισμού: Πλασάρεται και προωθείται ως «καταλληλότερος», αφού έχει
κερδίσει δύο απανωτές αναμετρήσεις, υπό συνθήκες όμως ακραίας αποχής
(της τάξης του 40%). Διαμορφώνονται έτσι στην πόλη δύο κόσμοι,
με τον έναν να τελεί αόρατος, φτωχοποιημένος, αποξενωμένος από το
πολιτικό σκηνικό –ο κόσμος στον οποίον ο Μπουτάρης είναι ακραία
αντιδημοφιλής και εισπράττει διαρκώς την λοιδορία του («χωριάτες»
κ.λ.π.). Στον αντίποδα, εκεί που όντως είναι δημοφιλής και κυρίαρχος ο
Μπουτάρης είναι μεταξύ των οικονομικών, διανοούμενων, μηντιακών, και
πολιτικών ελίτ της πόλης. Τι πιο καλύτερη απόδειξη από το γεγονός ότι
τον στήριξε αναφανδόν η κυβέρνηση στις προηγούμενες
εκλογές – έμμεσα, αλλά αποφασιστικά, ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς,
μεταβάλλοντας σε προσχηματική την υποψηφιότητα Καλαφάτη. Και ότι με κάθε
ευκαιρία σπεύδει να υπερασπιστεί τον Ευάγγελο Βενιζέλο, έναν από τους
πιο λαομίσητους πολιτικούς αυτής της χώρας, κατ εξοχήν συνδεδεμένος με
την Θεσσαλονικιώτικη ολιγαρχία.
Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί το νέο προσωπείο της «Αποικίας Χρέους» στην
τοπική αυτοδιοίκηση. Κι εδώ, στην πόλη του Λευκού Πύργου, είναι που
αποκτούν απόλυτη επικαιρότητα τα λόγια του ποιητή: «το ζήτημα πια έχει
τεθεί: Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης ή θα
σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους» (Μιχ. Κατσαρός, ο Δούλος).
Κοντός ψαλμός…
Ο Αντώνης Σαμαράς υπολόγιζε, με τη χρήση του Κουβέλη και του κόμματός του, καθώς και με κάμποσους «ανεξάρτητους», να συμπληρώσει τον μαγικό αριθμό 180 και να αποφύγει τις μοιραίες εκλογές. Ωστόσο οι «σύμμαχοι» μάλλον βουλιάζουν. Το κόμμα του Κουβέλη διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη και όσοι μεταξύ των βουλευτών του έχουν πιθανότητα εκλογής με τον Σύριζα (Πανούσης, Ξηροτύρη κ.λπ.) έχουν ήδη «σκαπετήσει». Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ διαλύεται μεταξύ Βενιζέλου, ΓΑΠ και… Λαλιώτη, ενώ το «Ποτάμι» μάλλον στερεύει. Η παλιά «κεντροαριστερά» δεν έχει πλέον κανένα μέλλον, γιατί τα κοινωνικά στρώματα που τη στήριζαν έχουν εκπτωχευθεί και στρέφονται στον Σύριζα.
Το σύστημα έχει ανάγκη από μια νέα «κεντροαριστερά» και μια νέα «κεντροδεξιά». Η πρώτη είναι υπό κατασκευήν, και το όνομα αυτής… Σύριζα, άσχετο αν πολλά μέλη και ψηφοφόροι του το αγνοούν ακόμα! Αλλά η νέα «κεντροδεξιά», που θα έπρεπε να κρατάει τα μπόσικα και να κυβερνάει, μέχρι να είναι έτοιμοι ο Τσίπρας και η Δούρου χωρίς τα «βαρίδια» του… Λαφαζάνη, και αφού θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος του μνημονίου, απουσιάζει. Κατά συνέπεια αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το σύστημα αποκτά όλο και περισσότερο μαφιόζικα χαρακτηριστικά. Εκβιασμοί, «εφοπλιστές», ανακατατάξεις στον έλεγχο των ΜΜΕ, επισκέψεις του ΣΔΟΕ σε βουλευτές και του… Τσίπρα στον ΣΔΟΕ, νυκτερινές συναντήσεις Μαρινάκη-Δούρου κ.ο.κ. ενώ ακόμα και ο συναγωνιστής Τράγκας, αναγκάζεται να θέσει το αντιμνημονιακό «κύρος» του στην υπηρεσία της κεντροδεξιάς παράταξης η οποία είναι κομμάτια και θρύψαλα, για να μην έρθουν οι «κουμμουνιστές».
Εν τέλει, όλα θα εξαρτηθούν από τους «δανειστές» και πάλι, δηλαδή τον Σόιμπλε, τη Μέρκελ, τον Ντράγκι τον Γιουνκέρ και τους Αμερικανούς μέσω του ΔΝΤ. Θα κρίνουν άραγε τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μέσα στο σημερινό σκηνικό, τόσο σημαντική, ώστε να στηρίξουν την παρούσα κυβέρνηση, οπότε και ο Κουβέλης μπορεί να το «ξανασκεφτεί», ή αντίθετα θα πρυτανεύσουν άλλες «προτεραιότητες» και θα αφήσουν τον Σαμαρά να βουλιάξει; Σύντομα θα το μάθουμε.
Το μακρύ καλοκαίρι της παρακμής και η αναγκαία, βαθιά επαναστατική αλλαγή
Γράφει ο Γ. Καραμπελιάς, Εφημ. Ρήξη τ.107
Η Ελλάδα διανύει τον πέμπτο χρόνο μιας καθολικής και εξουθενωτικής κρίσης, χωρίς ακόμα στην πραγματικότητα να διαγράφεται η προοπτική μιας ανάταξης, ή έστω μιας άμεσης βελτίωσης. Η δική μας κατάρρευση εντάσσεται σε μια γενική οικονομική κρίση του δυτικού κόσμου, αλλά στην Ελλάδα εκδηλώνεται με την πιο παροξυστική και ακραία μορφή της. Πολύ συχνά η αντιπολίτευση, και κατ’ εξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ, επαναλαμβάνει πως η κρίση δεν είναι ειδικά ελληνική, αλλά αφορά στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά και ψέμα ταυτόχρονα. Ολόκληρη η Δύση ευρίσκεται σε κρίση, αλλά η Ελλάδα βιώνει την απειλή μιας συνολικής και γενικευμένης καταστροφής, και όχι μόνον οικονομικής.
Αυτός ο στρουθοκαμηλισμός των πολιτικών δυνάμεων, του μεγαλύτερου μέρους της αντιπολίτευσης, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του ίδιου του λαού, είναι η χειρότερη έκφανση αυτής της κρίσης. Διότι, κάτι που δεν αναγνωρίζεται σε όλες του τις διαστάσεις, είναι αδύνατο και να θεραπευθεί. Διότι, η Ελλάδα δεν περνάει μια βαθιά ύφεση όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή ακόμα και η Πορτογαλία, αλλά βιώνει μια υπαρξιακή παρακμή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)