Ουκρανική Διαμάχη: Το Μεγάλο Παιχνίδι και η Ελλάδα

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Στην Ουκρανία για άλλη μια φορά παίζεται το μέλλον της Ευρώπης και η κατεύθυνση που πρόκειται να ακολουθήσει, όπως ακριβώς συνέβη και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου και Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τότε η Γερμανία προσπάθησε να αφαιρέσει την Ουκρανία από τη Ρωσία και να την μεταβάλει ουσιαστικά σε ασιατική ή ημιασιατική δύναμη. Και αυτό, γιατί η Ουκρανία ευρισκόμενη στο κέντρο της ανατολικής Ευρώπης και εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους της και της πρόσβασής της στη Μαύρη Θάλασσα, αποτελεί την ευρωπαϊκή δίοδο της Ρωσίας ή αντιστρόφως την ανατολικοευρωπαϊκή έξοδο των γερμανικών συμφερόντων.
Μ ετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το διαμελισμό της, και την βαθύτατη κρίση της Ρωσίας, η Γερμανία απέκτησε και πάλι το στρατηγικό βάθος που χρειαζόταν προς τα ανατολικά της για να μεταβληθεί στην κεντρική δύναμη του ευρωπαϊκού χώρου. Ταυτόχρονα, επειδή έχει μεγάλη έλλειψη πρώτων υλών και ειδικά ενέργειας, προσπάθησε να μεταβάλλει τη Ρωσία σε βασικό προμηθευτή της, με αντάλλαγμα τη σχετική ανασυγκρότηση της ρωσικής οικονομίας. Έτσι φτιάχτηκε μία παράδοξη σχέση Γερμανίας Ρωσίας, με στοιχεία μιας οιονεί υπόγειας λυκοφιλίας (την οποία και πλήρωσε η Κύπρος πρόσφατα) στην αντιμετώπιση της αμερικάνικης κυριαρχίας.
Οι Γερμανοί, από τη στιγμή και πέρα που είχε εξαφανιστεί ο μπαμπούλας των σοβιετικών πυραύλων, μπορούσαν να αποκτήσουν μεγάλους βαθμούς αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ, που εξάλλου βρίσκονταν σε οικονομική κρίση και ήταν μπερδεμένοι στους ατέλειωτους πολέμους της Μ. Ανατολής. Εάν όμως συνεχίζονταν οι προνομιακές οικονομικές σχέσεις της Ρωσίας με την Ε.Ε. (προς την οποία οι εξαγωγές της ξεπερνούν τα 230 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως) θα δημιουργούνταν μία προνομιακή σχέση Ρωσίας-Ε.Ε., που στο βάθος του δρόμου θα έθετε εκ νέου το ζήτημα μιας Ευρώπης απ’ τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια όπως την οραματιζόταν ο Ντε Γκώλ.
Κάτι τέτοιο όμως, δεν είναι εν τέλει στις προθέσεις ούτε της Γερμανίας, αλλά ούτε των Αμερικανών.
Η μεν Γερμανία διότι τις προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία θέλει να τις κρατάει στο επίπεδο των σχέσεων ενός εξωτερικού εταίρου, προμηθευτή πρώτων υλών και όχι ενός ισότιμου ευρωπαϊκού παίκτη, διότι τότε θα κινδύνευε να απολέσει την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη. Σε μια ενιαία Ευρώπη η Δυτική πτέρυγα με κέντρο τη Γαλλία, και η Ανατολική με τη Ρωσία θα στρίμωχναν και πάλι τις «κεντρικές δυνάμεις», δηλαδή τη Γερμανία. Γι’ αυτό, και η στάση της Γερμανίας υπήρξε επαμφοτερίζουσα στην ουκρανική κρίση. Από τη μια πλευρά, δεν επιθυμούσε να έρθει ακόμα σε ανοιχτή ρήξη με τη Ρωσία, και από την άλλη, ήθελε αποκοιμίζοντας την «αρκούδα» να την αποκόψει με όσο γίνεται πιο βελούδινο τρόπο από την Ουκρανία. Γι’ αυτό και οι συμφωνίες Μέρκελ- Πούτιν για το μοίρασμα των ζωνών επιρροής σε αυτή τη χώρα.
Οι Αμερικανοί από την άλλη πλευρά μαζί με το πιστό σκυλί τους την Αγγλία, είδαν την ευκαιρία να θέσουν και πάλι ζήτημα της στρατηγικής και στρατιωτικής σύγκρουσης, στο οποίο έχουν το επάνω χέρι συγκριτικά με τους Γερμανούς, και έτσι, να αποκόψουν οριστικά τη Ρωσία από την Ευρώπη. Βεβαίως, αυτό θα έχει ως τίμημα την οριστική στροφή της Ρωσίας προς την Κίνα, και την αναβίωση του ψυχρού πολέμου. Όμως κάτι τέτοιο δεν ενοχλεί καθόλου τους Αγγλοαμερικανούς διότι μέσω αυτού μπορούν να ελέγξουν εκ νέου το σύνολο της Δύσης και την Ευρώπη κατ’ εξοχήν. Γι’ αυτό και εκείνοι που προωθούσαν την όξυνση, της σύγκρουσης στην Ουκρανία, ήταν οι Αμερικανοί, οι οποίοι την έβλεπαν και ως μια ευκαιρία για να πάρουν την ρεβάνς από τους Ρώσους σε σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία. Η αναβίωση του ψυχρού πολέμου είναι το τελευταίο όπλο των Αμερικανών για να ανασυστήσουν την ηγεμονία τους στο σύνολο της Δύσης. Γι’ αυτό εξάλλου χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά τις αδυναμίες του αντιπάλου.
Πρώτον, το γεγονός ότι η διεφθαρμένη διοίκηση της Ουκρανίας με τον Γιανουκόβιτς και τους ολιγάρχες επικεφαλής, παίζοντας για αρκετά χρόνια μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, και αποφασίζοντας μόλις τον Νοέμβριο να έρθει σε ρήξη με την Ε.Ε. μετά τους εκβιασμούς των Ρώσων, είχε προετοιμάσει το έδαφος για το βαθύτατο διχασμό και την άνοδο των ναζιστικών στοιχείων που ακολούθησε.
Δεύτερον, διότι η Ρωσία του Πούτιν, βυθισμένη στην αυτάρκεια των πετροδολαρίων και έχοντας αποδυθεί τους τελευταίους μήνες σε μια τεράστια προσπάθεια να διασφαλίσει την απαραίτητη ησυχία για την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στο Σότσι (με το ασύλληπτο κόστος των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων), εγκατέλειψε ανενόχλητους επί μήνες τους Αμερικανούς και την προπαγάνδα των δυτικών στην Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα υπερτιμούσε τη συμμαχία με τη Γερμανία. Αυτή η «συμμαχία» δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η Γερμανία ανήκει στη Δύση και ότι η επέκταση του κεφαλαίου της την οδηγούσε άσφαλτα να αναμιχθεί ενεργά και στην Ουκρανία. Έτσι, η Ρωσία αντέδρασε κατόπιν εορτής, έχοντας σαν σύμμαχο ένα υποκείμενο της τελευταίας υποστάθμης σαν τον Γιανουκόβιτς και έπεσε κατευθείαν στην παγίδα των Αμερικανών που ήθελαν την αναβίωση του ψυχρού πολέμου. Ένας ψυχρός πόλεμος άνισος μια και η Ρωσία των 145 εκατομμυρίων εκ των οποίων οι 20 εκατομμύρια μουσουλμάνοι δεν είναι σε θέση να τον διεξάγει αποτελεσματικά. Η Ρωσία με την τεράστια έκτασή της, τους πόρους της και τα πυρηνικά της, είναι ικανή να αποτελέσει τον απαραίτητο στρατηγικό εταίρο ενός μεγάλου μπλοκ, είτε του ευρωπαϊκού είτε του κινεζικού. Δεν μπορεί να είναι παγκόσμιος παίκτης με τον τρόπο που ήταν επί Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, σήμερα, υποχρεώθηκε απλώς να κάνει το αυτονόητο, δηλαδή να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Κριμαία, την τελευταία έξοδο που της έχει απομείνει προς τη Μαύρη Θάλασσα, έστω και εάν υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί σε μεγάλο βαθμό σε μια ασιατική προοπτική. Καθόλου τυχαία, οι μόνοι εταίροι που θα της μείνουν στην Ευρώπη στην οικονομική ένωση που προσπαθεί να δημιουργήσει, αν χαθεί η Ουκρανία, είναι η Λευκορωσία, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, Καζακστάν κλπ, βρίσκονται στην κεντρική Ασία.
Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία αν ολοκληρωθεί με αυτόν τον τρόπο θα είναι ιδιαίτερα αρνητική, βραχυπρόθεσμα, για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, τα οποία έτσι στριμώχνονται ακόμα περισσότερο μεταξύ Αμερικανών, Γερμανών και Τούρκων. Χάνοντας σε μεγάλο βαθμό τη ρωσική στήριξη στα θέματα της Κύπρου, ακυρώνοντας τελεσίδικα την προοπτική των αγωγών αερίου προς την Ελλάδα, και μειώνοντας τη ροή Ρώσων τουριστών στην Ελλάδα, κ.λπ.
Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα-δυνατά για να αποφευχθεί η στρατηγική του ψυχρού πολέμου, καθώς και το στρίμωγμα της Ρωσίας εκτός Ευρώπης. Πρέπει να καταγγελθεί τόσο η αγγλοαμερικανική στρατηγική, όσο και η γερμανική, η οποία σπεύδει πάντα πίσω από τα Αμερικανικά αεροπλάνα να εισπράξει τα οικονομικά και πολιτικά κέρδη στην Ευρώπη, όπως έκανε στη Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Ευρώπη. Πρέπει να αντισταθούμε στην δυτική προπαγάνδα που δαιμονοποιεί τη Ρωσία και να καταδείξουμε πως αν για κάτι πρέπει να κατηγορηθεί η Ρωσία του Πούτιν είναι ακριβώς για το αντίθετο: Βυθισμένη στις ονειροφαντασίες των ολιγαρχών που ζούνε στο σίτυ του Λονδίνου, σ την μεγαλομανία του Πούτιν στο Σότσι, και αποκοιμισμένη από τις συμφωνίες με τον Σταϊνμάγιερ και τη Μέρκελ, άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν αρνητικά και να φθάσουν στο σημείο της μη επιστροφής.
Ένας ακόμα λόγος για να καταγγελθούν οι γέσμεν που μας κυβερνάνε – ­λέγε με Βενιζέλο­. Η Ελλάδα, με όση δύναμη έχει, και αυτό ισχύει και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να θέσει, άμεσα και έμμεσα, το ζήτημα της στρατηγικής της Ευρώπης, μακριά από τον Ατλαντικό εναγκαλισμό και τη γερμανική μονοκρατορία.