Φασισμοί, παλιοί και νέοι


Οι πρόσφατες επιθέσεις στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, στην οδό Θεμιστοκλέους, την 31 Μαΐου και η φραστική στοχοποίησή μου, εντάσσονται σε μια αναρίθμητη σειρά ανάλογων ή και χειρότερων επιθέσεων που πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες, σε όλη την ελληνική επικράτεια, σε πανεπιστήμια, σχολεία, βιβλιοπωλεία, με αυξανόμενη ένταση και συχνότητα.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν μία ανάλογη ομάδα είχε επιτεθεί στα γραφεία της Ρήξης και στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, δηλαδή πριν τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, είχαμε τονίσει, καθώς ακόμα το φαινόμενο βρισκόταν εν τη γενέσει του, πως πρόκειται για ένα φαινόμενο ουσιαστικά νεο-φασιστικού χαρακτήρα. Η συστηματική χρήση βίας αντί επιχειρημάτων, η «απαγόρευση» εκδηλώσεων και κάθε δραστηριότητας του «αντιπάλου», στους χώρους που ελέγχει η μία ή η άλλη ομάδα, αποτελούν ολοκληρωτικές συμπεριφορές που έχουν ιστορικά καταχωρηθεί στο φασιστικό αλλά κάποτε και στο σταλινικό οπλοστάσιο.



Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι και αυτό που αποτελούσε την εξαίρεση μεταβλήθηκε σε κανόνα. Πλέον, σε όλους τους νεολαιίστικους χώρους, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια, κυριαρχεί το «αριστερόστροφο» –κατά Μίκη Θεοδωράκη– φασιστικό φαινόμενο που στην Ελλάδα υπερτερεί ακόμα του ακροδεξιού φασιστικού φαινομένου, παρά την έξαρση που γνώρισε και αυτό με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Όμως, εάν αυτή είναι μία πρώτη διαπίστωση, σε επίπεδο συμπεριφορών, είναι αναγκαίο να σκάψουμε λίγο βαθύτερα, στη φύση και τον χαρακτήρα των γεγονότων.

Για ποιον λόγο άραγε, ο αριστερόστροφος νεο-φασισμός υπερτερεί στη χώρα μας, απέναντι στον παλιό εθνικοσοσιαλιστικό φασισμό,– πέρα από το γεγονός ότι η χούντα είχε απονομιμοποιήσει την ακροδεξιά φασιστική βία; Η κύρια αιτία, πιστεύουμε, είναι το γεγονός ότι ο αριστερόστροφος φασισμός αποτελεί την ακραία έκφραση της κυρίαρχης παγκοσμιοποιητικής φάσης του κεφαλαίου, σε αντίθεση με εκείνον του μεσοπολέμου που, σε μία εποχή κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας, εξέφραζε την εθνική φύση του κεφαλαίου της εποχής. Γι’ αυτό εξ άλλου οι μεν, οι σημερινοί, διεκδικούν τον «διεθνισμό» και τον «θάνατο της πατρίδας», σε αντίθεση με εκείνους που διακήρυσσαν πως η πατρίδα «τους» βρίσκεται über alles – πάνω και ενάντια σε όλους τους άλλους.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι, για τουλάχιστον τριάντα χρόνια, στους νεολαιίστικους χώρους της Ελλάδας, εξαπλώνεται ένα απόλυτα εξουσιαστικό νεοφασιστικό φαινόμενο που καλύπτεται πίσω από μια αντιεξουσιαστική φρασεολογία, την οποία και συκοφαντεί, συνδέεται με το γεγονός ότι αποσυντίθεται σταδιακά το ελληνικό εθνικό κράτος και εξαφανίζεται η εθνική αστική τάξη, ενώ κυριαρχεί το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι υπερεθνικές δομές, με αποκορύφωμα την εποχή των μνημονίων και την καθολική αποικιοποίηση της χώρας.

Καθόλου τυχαία, πολλές από τις κυρίαρχες παγκοσμιοποιημένες ελίτ υποστηρίζουν τα ίδια ακριβώς πράγματα με τις ομάδες που επιτίθενται αδιάκριτα σε εχθρούς και φίλους και που εξ άλλου, συχνά, αποτελούνται από τους γιους και τις θυγατέρες των πρώτων. Το ίδιο μίσος για την πατρίδα –και αυτό μάλιστα σε μια στιγμή που το ελληνικό έθνος κυριολεκτικά αποσυντίθεται–, η ίδια υπεράσπιση των «αξιών» της παγκοσμιοποίησης («κάτω τα σύνορα», «κάτω οι συλλογικές ταυτότητες», εν τέλει «κάτω οι οποιεσδήποτε ταυτότητες») και η ανάδειξη ενός υποκειμένου χωρίς φύλο, χωρίς έθνος, χωρίς κανένα σημείο αναφοράς.

Οι δε εξελίξεις των τελευταίων χρόνων σπρώχνουν ορισμένες από αυτές τις ομάδες να μεταβληθούν σε παρακρατικές ομάδες κρούσης των κυρίαρχων ελίτ: η Τουρκία γίνεται πιο επιθετική και απειλεί ανοιχτά με πόλεμο την Ελλάδα και όμως αυτοί πλημμυρίζουν τις πόλεις της χώρας με αφίσες ενάντια στον «ελληνικό ιμπεριαλισμό».

Η πλειοψηφία των λαϊκών ανθρώπων υποστηρίζει πως τα κάνουν όλα αυτά γιατί είναι πληρωμένοι πράκτορες, όμως, δυστυχώς, δεν είναι αυτή η κύρια αιτία, γιατί τότε το φαινόμενο θα ήταν πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο. Όχι, το κύριο στοιχείο είναι το μίσος για τον ίδιο τον λαό και τη χώρα (χαρακτηριστικά είναι τα συνθήματα «θάνατος στην Ελλάδα», «σκατά στους Έλληνες» και άλλα ανάλογα), μίσος που, στις συνθήκες της κρίσης, αποτελεί την έσχατη συνέπεια της παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας των πολυεθνικών. Όταν, πλέον, το ελληνικό κράτος και η ισχύς του έχουν υποβαθμιστεί δραματικά, μετά από τα δέκα χρόνια σαρωτικής κρίσης, δεν μπορείς να μένεις απλώς στο «κάτω ο ελληνικός ιμπεριαλισμός», το οποίο υποστήριζαν στη δεκαετία του 1990 και του 2000, μαζί με άλλους «σοβαρούς» αναλυτές (όπως ο κύριος Μηλιός και οι συντελεστές του «Ιού της Ελευθεροτυπίας»), αλλά είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ένα βήμα παραπέρα: «Ζήτω ο Ερντογάν», «ζήτω οι Σκοπιανοί», «ζήτω οι Τσάμηδες», κάτω οι Έλληνες. Παράλληλα δε, θα πρέπει να επιτίθεσαι ενάντια στον ίδιο τον ελληνικό λαό και τις κινητοποιήσεις του. Έτσι επιτέθηκαν –και έπαιξαν σημαντικό ρόλο– ενάντια στο κίνημα των αγανακτισμένων, το οποίο αποδυναμώθηκε δραματικά μετά τις δολοφονίες της «Μαρφίν». Έτσι επιτίθενται ενάντια σε όσες κινητοποιήσεις προσπαθούν να προβάλουν πατριωτικά αιτήματα, μεταβαλλόμενοι σε συστηματικούς αντιδιαδηλωτές, όπως έκαναν παλαιότερα οι ομάδες των τραμπούκων της ΕΚΟΦ και της ακροδεξιάς.

Όσο μάλιστα θα ενισχύονται οι πατριωτικές κινητοποιήσεις των Ελλήνων, δεδομένου ότι τα μεγάλα προβλήματα της χώρας μετατίθενται στο γεωπολιτικό πεδίο, τόσο περισσότερο λυσσαλέες θα γίνονται οι επιθέσεις τους, διότι απέναντί τους έχουν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό μάλιστα, τον τελευταίο καιρό, διακρίνονται και διαπρέπουν σε προκλήσεις όχι ενάντια στους ομογάλακτους αδελφούς τους, τους χρυσαυγίτες, αλλά στις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις, όπως συμβαίνει με το Άρδην και όχι μόνο. Διότι θα πρέπει, διά της τρομοκρατίας, ιδεολογικής και σωματικής, να φοβίσουν όλες εκείνες τις δυνάμεις που προέρχονται από την Αριστερά, ακόμα και από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, οι οποίες έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται, έστω δειλά-δειλά, πως δεν είναι δυνατόν να υπερασπίσεις οποιαδήποτε ταξικά ή λαϊκά συμφέροντα χωρίς να υπάρχουν εθνικοί θεσμοί μέσα στους οποίους να μπορούν να ενταχθούν και να μπορούν να αναπτυχθούν οι οποιεσδήποτε διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και καταγγέλλουν επί «εθνικισμώ», ακόμα και το ΚΚΕ και κάθε αναφορά σε αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα.

Με αυτή την επιδίωξη, έχει αποφασιστική σημασία να πλήξουν, να τρομοκρατήσουν και να συκοφαντήσουν δυνάμεις όπως το Άρδην που, για τουλάχιστον τριάντα χρόνια –αν όχι και πενήντα, για τους μεγαλύτερους–, υπερασπίζεται έναν δημοκρατικό πατριωτισμό. Η λογική τους είναι καθαρή: πρέπει να χτυπηθεί η πλειοψηφία και να μείνουν απέναντί τους μόνο χρυσαυγίτες και ακροδεξιοί, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το δίπολο που θα νομιμοποιεί ως δήθεν «αντιφασιστικές» τις φασιστικές πρακτικές. Όπως συναφώς τόνιζε ο Ριχάρδος Σωμερίτης, κατά τη δεκαετία του 1990, «ας δημιουργηθεί επί τέλους ένα κόμμα σαν του Λεπέν στην Ελλάδα, για να ξεμπερδέψουμε με τους αριστερούς πατριώτες». Έτσι και οι νεοφασίστες της παγκοσμιοποίησης έχουν ανάγκη τους παραδοσιακούς φασίστες παλαιάς κοπής για να νομιμοποιούν την ύπαρξή τους. Εξάλλου, πολλοί από αυτούς, επειδή το κύριο στοιχείο της ιδεολογίας τους είναι η ωμή βία, εάν –ό μη γένοιτο– επικρατήσει, όπως και κινδυνεύει να γίνει μετά από τη παγκοσμιοποιητική λαίλαπα ΣΥΡΙΖΑ, ένα αντίστροφο ρεύμα και οι Μιχαλολιάκοι ξανακατέβουν στα πεζοδρόμια, δεν θα αργήσουν να προσχωρήσουν στις τάξεις του εθνικού φασισμού, εγκαταλείποντας εκείνες του «διεθνιστικού». Και τότε θα μας σπάζουν τις βιτρίνες ως φορείς του εθνικοσοσιαλισμού! Το παιχνίδι έχει παιχτεί πολλές φορές, με πρώτο διδάξαντα τον Μουσολίνι.