Η φυγή του Χριστόδουλου Ξηρού, μετά τις δολοφονίες των δύο χρυσαυγιτών και τους πυροβολισμούς στο σπίτι του Γερμανού πρέσβη, ήλθε να φέρει και πάλι στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής το ζήτημα της τρομοκρατίας. Και κρατάει σαράντα χρόνια αυτή η ιστορία. Ειδικά για όσους από εμάς –σε όλη την Ευρώπη– δεν ανήκα(ου)ν σε κανέναν από τους κατεστημένους πολιτικούς χώρους, η επίδραση του τρομοκρατικού φαινόμενου υπήρξε καταλυτική. Η τρομοκρατία υπήρξε ένας από τους βασικότερους παράγοντες που οδήγησαν στην αποσύνθεση του μεγάλου απελευθερωτικού κινήματος που εγκαινιάστηκε σε όλη την ήπειρο με το κίνημα του 1968, ενισχύοντας τις καθεστωτικές δυνάμεις και επιταχύνοντας τη μετάλλαξη του παλιού κινήματος αμφισβήτησης σε θεραπαινίδα του συστήματος – όπως θα γίνει με τους Πράσινους.
Η φαγοκύτωση του κινήματος της αμφισβήτησης από την τρομοκρατία έδωσε το άλλοθι για την παντοδυναμία των μηχανισμών καταστολής και τη μετατροπή των αστυνομικών σε ράμπο, έστρεψε σε συντηρητικές κατευθύνσεις τα λαϊκά στρώματα και, προπαντός, απέτρεψε τη συγκρότηση ενός νέου απελευθερωτικού κινήματος που να συνθέτει, επί τέλους, ισότητα και ελευθερία. Η τρομοκρατία είναι ένας από τους βασικούς υπευθύνους για τη συντηρητική μετεξέλιξη των δυτικών κοινωνιών.
Στην Ιταλία, με το σημαντικότερο κίνημα αμφισβήτησης σε όλη την Ευρώπη, έστειλε δεκάδες χιλιάδες στις φυλακές, αλλά, πολύ σημαντικότερο, έφερε τον… Μπερλουσκόνι και τον μπερλουσκονισμό στην εξουσία, μια και το κίνημα των εργατικών και νεολαιίστικων διεκδικήσεων της δεκαετίας του 1970 συκοφαντήθηκε, αποσυντέθηκε, διελύθη εκ των έσω και ο νεοφιλελευθερισμός και οι αξίες του καζινο-καπιταλισμού εμφανίστηκαν ως η ελκυστικότερη εναλλακτική λύση.
Στη Γερμανία, η Μπάαντερ-Μάινχοφ (ΡΑΦ) θα διευκολύνει τη μεγάλη ιδεολογική αντεπανάσταση που θα μεταβάλει ακόμα και το κόμμα των Πρασίνων σε όργανο των Κον-Μπεντίτ και Φίσερ, οι οποίοι θα κυριαρχήσουν ακριβώς μέσα στο πλαίσιο της τρομοϋστερίας.
Στην Ελλάδα, τέλος, η τρομοκρατία, και η ανεξέλεγκτη χρήση της βίας, διευκόλυνε την επιβεβαίωση των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων, της αμερικανοκρατίας και της γερμανοκρατίας σήμερα, και δεν επέτρεψε να σχηματιστεί κάποια εναλλακτική πρόταση, έξω από τις καθεστωτικές στρούγκες. Εμείς, όσοι, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, παλεύουμε για να δημιουργηθεί ένα εναλλακτικό απελευθερωτικό κίνημα, έχουμε βιώσει το πρόβλημα κυριολεκτικά πάνω στο πετσί μας. Και όχι μία φορά, αναρίθμητες. Κάθε φορά τα αντισυστημικά κινήματα διαλύθηκαν ή υποχώρησαν, σε μεγάλο βαθμό διότι οι «επαγγελματίες» της βίας τα προβοκάρισαν συστηματικά και δεν επέτρεψαν την ανάπτυξή τους.
Θα μπορούσα να πάω πολύ μακριά στο παρελθόν, από τη δεκαετία του 1970, αλλά θα έλθω στα πρόσφατα. Μήπως η διάλυση του κινήματος των αγανακτισμένων δεν διευκολύνθηκε τα μάλα από τις προβοκατόρικες ενέργειες της Μαρφίν ή των κουκουλοφόρων στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις; Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η επιβίωση των μνημονίων και, στο πεδίο της αντιπολίτευσης, η… διόγκωση του Σύριζα. Η «Σπίθα» δεν διαλύθηκε μόνο από τις ηγετικές της αμαρτίες, αλλά και γιατί χάθηκε το μαζικό έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε.
Σήμερα, τη στιγμή που, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, είχε αρχίσει το ξήλωμα της Χρυσής Αυγής και είχε αποτύχει η απόπειρα μιας κυβερνητικής συγκυβέρνησης δεξιάς και ακροδεξιάς ως μελλοντική εναλλακτική λύση, ήρθαν οι τρομοκράτες να αποενοχοποιήσουν τον χρυσαυγητισμό, καταδείχνοντας πως και οι αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής δεν είναι καλύτεροι από αυτή. Και μπορεί να επιχαίρουν οι ανεγκέφαλοι επειδή αρκετοί νεαροί χρυσαυγίτες φοβήθηκαν, δεν βλέπουν όμως ότι ετοιμάζεται νέο κύμα ακροδεξιάς, η οποία αποενοχοποιήθηκε –πιθανότατα θα εμφανιστεί ακόμα και ακροδεξιά τρομοκρατία– και η Ελλάδα βυθίζεται ακόμα περισσότερο στην ανυποληψία.
Τη στιγμή που ογκώνεται το κύμα του αντιγερμανισμού και έχει αρχίσει να οργανώνεται το μποϊκοτάζ της γερμανικής κατοχής, βγαίνουν οι «εκδικητές» να υπονομεύσουν αυτό το πάνδημο αντιγερμανικό κίνημα, πυροβολώντας στο δωμάτιο της… κόρης του Γερμανού πρέσβη. Και έτσι συμβάλλουν στους σχεδιασμούς των.... Γερμανών και της Πρεβείας τους, που θέλουν να απομονώσουν και να εξοντώσουν την Ελλάδα, ενώ δυσκολεύεουν την οργάνωση της αντιγερμανικής καμπάνιας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 κάποιοι, ανάμεσά τους και εμείς, προσπαθούμε να κλείσει το κεφάλαιο της τρομοκρατίας μέσα από μια σταδιακή καταλλαγή, όπως έγινε σε μεγάλο βαθμό στην Ιταλία, ώστε να μη χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για την παραπέρα συρρίκνωση των λαϊκών ελευθεριών. Την ίδια στιγμή ο Χριστόδουλος Ξηρός καταδικάζει με τη φυγή του, για αρκετά χρόνια, όλους τους υπόλοιπους κρατουμένους, να μη μπορούν να χρησιμοποιούν το ευεργετικό μέτρο της άδειας. Ρίχνει έτσι νερό στον μύλο της τρομολαγνείας, την οποία σπεύδουν να εκμεταλλευτούν ο Δένδιας και ο Σαμαράς για να επιβάλουν στρατιωτικό νόμο στην Αθήνα, την ημέρα ανάληψης της ευρωπαϊκής προεδρίας.
Γνωρίζουμε πως τα επιχειρήματα έχουν εξαντληθεί εδώ και πολλά χρόνια. Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές πως η χρήση της ένοπλης βίας ως πολιτικής μεθόδου πάλης νομιμοποιείται μόνο απέναντι σε καθεστώτα ξένης κατοχής και δικτατοριών, όταν και όπου δηλαδή δεν είναι δυνατή η πολιτική έκφραση διαφωνίας. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις –και έχει αποδειχτεί και από την ελληνική και τη διεθνή εμπειρία– στρέφεται πάντα ενάντια στα ίδια τα λαϊκά κινήματα. Γι’ αυτό εξ άλλου, πολύ συχνά, μεγάλο μέρος του κόσμου, και όχι μόνο το ΚΚΕ, θεωρεί αυτές τις ενέργειες, ή ακόμα και τις οργανώσεις, βαλτές από τις υπηρεσίες ασφαλείας, ντόπιες και ξένες. Δυστυχώς, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για μια έκφραση ακραίου πολιτικού υποκειμενισμού, μηδενισμού και ναρκισσισμού. Οι άνθρωποι αυτοί αδιαφορούν για τις συνέπειες που θα έχουν οι πράξεις τους για τους υπολοίπους, ή και για τα ίδια τα λαϊκά κινήματα, που υποτίθεται πως θέλουν να εκφράσουν. Γι’ αυτό εξ άλλου και συχνά πυκνά στα κείμενά τους επαναλαμβάνουν πως αδιαφορούν για το τι θα πουν «οι μικροαστοί», δηλαδή ο κοσμάκης, και δεν θέλουν να εκφράσουν παρά τον… επαναστατημένο εαυτό τους! Έτσι ακόμα και αν στρέφονται κάποτε ενάντια σε στόχους που είναι μισητοί από τον λαό, όπως είχε γίνει και με την 17 Νοέμβρη, επειδή η συνολική λογική τους είναι ενταγμένη στον μηδενισμό, το αποτέλεσμα εν τέλει δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως αρνητικό.
Αν κάποτε, μετά τη δικτατορία, η τρομοκρατία στην Ελλάδα διασφάλιζε μία κάποια συναίνεση εξαιτίας των τριάντα χρόνων της κρατικής τρομοκρατίας και των καθεστώτων της άκρας δεξιάς, με αποκορύφωμα τη χούντα, σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, και στην φοβερά επίκίνδυνη στιγμή που βρίσκεται η χώρα, ποια νομιμοποίηση μπορει να έχει; Απολύτως καμία.
Η διαιώνιση του φαινομένου είναι μια ακόμα ένδειξη της βαθύτατης παρακμής που μαστίζει τη χώρα: Θα χρησιμοποιηθούν ώστε να ταυτίζονται οι λαϊκές κινητοποιήσεις και αντιδράσεις, όπως συνέβη στις Σκουριές, με την τρομοκρατία, Θα χρησιμοποιηθούν για να ενισχυθούν και πάλι οι καθεστωτικές δυνάμεις και κόμματα, ώστε να μην μπορέσει η δίκαιη οργή του λαού και της νεολαίας, ενάντια σε ένα σάπιο σύστημα, να εκφραστεί δημιουργικά και αποτελεσματικά. Για να μην οδηγηθεί ποτέ ο ΓΑΠ στο ειδικό δικαστήριο που του αρμόζει.
Λειτουργούν εν τέλει, ως στοιχείο νομιμοποίησης και εξαγνισμού των δυνάμεων τις οποίες δήθεν αντιστρατεύονται. Γι’ αυτό και το σύστημα τους χρειάζεται, διότι μετά από σαράντα χρόνια, μεταβλήθηκαν σε οργανικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής παρακμής της Ελλάδας.