Γράφει ο Γ. Καραμπελιάς
Στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο πριν την Επανάσταση του ’21, ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος σε δύο υπομνήματα, ο πρώτος προς τον τσάρο το 1811 και ο δεύτερος προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το 1820, υπολόγιζαν τον αριθμό των Ελλήνων σε 7 έως 9 εκατομ., ανάλογο με εκείνον των Τούρκων και με τα 9 εκατ. της κοσμοκράτειρας Αγγλίας την ίδια εποχή.
Οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι δεν ξεπερνούσαν, μαζί, τα 3 εκατ. Κατανοούμε έτσι γιατί, από τον Ρήγα ως την Φιλική Εταιρεία, το όραμα των Ελλήνων για το μελλοντικό τους κράτος, είχε βυζαντινές διαστάσεις – εξ ου και η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, παράλληλα με την Πελοπόννησο και τα σχέδια για μια επαναστατική εξέγερση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο ελληνισμός, που έσφυζε από ζωτικότητα και πρωτοστατούσε στην οικονομική και πνευματική ζωή της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης –από την Οδησσό και τον Πόντο έως τη Βιέννη–, υπήρξε και ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης επανάστασης των αρχών του 19ου αιώνα που συντάραξε την Ευρώπη και τον κόσμο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε κρίση τουλάχιστον έναν αιώνα πριν, από τις απαρχές του 18ου αιώνα, και παρ’ ότι σκωληκόβρωτη συντηρούνταν ακριβώς γιατί Εγγλέζοι, Γάλλοι και Αυστριακοί, επιθυμούσαν την επιβίωσή της. Τόσο απέναντι στον ρωσικό κίνδυνο, όσο και απέναντι στην πιθανότητα ανασυγκρότησης ενός ελληνικού κράτους, στα όρια του ύστερου Βυζαντίου, που θα αποτελούσε ισχυρό ανταγωνιστή τους στην ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι η επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνον την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και τις δυτικές δυνάμεις, που μέχρι το 1824 συντάσσονταν ανοιχτά με τους Οθωμανούς μαζί με την Αυστρία του Μέττερνιχ· τέλος είχαν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική διχόνοια και τις διαμάχες ενός λαού διάσπαρτου σε μια τεράστια περιοχή. Οι Έλληνες μόνοι τους (διότι και η Ρωσία, πιστή στην Ιερά Συμμαχία, είχε εγκαταλείψει τους Έλληνες στην τύχη τους και στα χέρια των Εγγλέζων) έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτούς τους τρεις δαίμονες που έχουν σφραγίσει τη νεότερη ιστορία μας. («Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου, πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι», γράφει με απαράμιλλη ενάργεια και πυκνότητα ο Σολωμός).
Παρ’ ότι επί εκατό ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1922, οι Έλληνες δοκιμάζουν με αναρίθμητες προσπάθειες να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος των κατοικούμενων από Έλληνες περιοχών, θα αφήσουν αυτό το έργο ημιτελές, με αποφασιστική συμβολή των εμφυλίων πολέμων που κατέτρωγαν το εσωτερικό μέτωπο. Ταυτόχρονα θα επιτρέψουν στους Οθωμανούς να ανασυγκροτηθούν μετά το 1922, να εκδιώξουν και να σφαγιάσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς (Αρμένιους, Πόντιους, ανατολικοθρακιώτες, Μικρασιάτες) και να αρχίσουν, από το ’22 και μετά, μια πορεία ανασυγκρότησης ενός ισχυρού κράτους στη Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη.
Έκτοτε, η πορεία των δύο νέων εθνικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ακολουθεί αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Σε μας διχόνοια, διαμάχες, Κατοχή και εμφύλιοι θα αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερο το ήδη συρρικνωμένο γεωγραφικά και πληθυσμιακά εθνικό σώμα (εκατομμύρια εξάλλου χάθηκαν από τις αρχές μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα σε αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα). Η Τουρκία, παρ’ ότι ξεκινούσε από πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και συνοχής, ακολουθεί με αυταρχικό και ολοκληρωτικό τρόπο μια πορεία εθνικής οικοδόμησης.
Σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21 και εκατό χρόνια μετά το ’22, οι συσχετισμοί έχουν ανατραπεί δραματικά. Η Τουρκία, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, κυρίως εξαιτίας του κουρδικού, είναι πλέον μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με πληθυσμό εφτά φορές μεγαλύτερο από της Ελλάδας –το 1922 ήταν μόλις διπλάσιος–, με ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία (παρήγαγε,1.4 εκατομ. αυτοκίνητα το 2015), έχει μια διαρκώς ενισχυόμενη πολεμική βιομηχανία και είναι μέλος του κλαμπ των είκοσι ισχυρότερων χωρών του κόσμου. Έχει πρόεδρο τον Ερντογάν που επιχειρεί να τεθεί επικεφαλής ενάμιση δισεκατομμυρίων μουσουλμάνων και πρωθυπουργό τον εμπνευστή του νεοθωμανικού δόγματος Νταβούτογλου. Απέναντί της, η Ελλάδα έχει μεταβληθεί στο κλοτσοσκούφι των Ευρωπαίων, έχει αποβιομηχανοποιηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά, έχει ως πρόεδρο τον Προκόπη Παυλόπουλο και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Έναν πρωθυπουργό που δεν διαθέτει ούτε ίχνος εθνικής στρατηγικής, μια και το μυαλό του, όπως εκείνο των συριζαίων γενικότερα, έχει καταστραφεί από υπερβολικές δόσεις εθνομηδενισμού.
Αυτές οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες στο Αιγαίο σήμερα. Έσχατο, η Τουρκία, με σύστημα, μεταβάλλει την καταστροφή που προκάλεσε στη Συρία, με την ενίσχυση των τζιχαντιστών σε όπλο για την οριστική καθυπόταξη της Ελλάδας, μέσω των προσφύγων και των μεταναστών.
Η Τουρκία πιστεύει πως βρίσκεται πολύ κοντά στον στόχο της μεταβολής της Ελλάδας και της Κύπρου σε νεοθωμανικό προτεκτοράτο. Εξάλλου, παρά τα casus beli και την παρουσία πενήντα χιλιάδων στρατού στην Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση πειθήνια πραγματοποιεί ήδη κοινές συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων με εκείνους που την απειλούν (ενώ βέβαια δεν κάνει τίποτα ανάλογο με την Κύπρο).
Φθάσαμε λοιπόν στο τέλος του παιχνιδιού; Και μετά από διακόσια χρόνια είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε μια νέα υποταγή στους Οθωμανούς; Τα σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης την αναδεικνύουν σε μια πιθανή εκδοχή. Και είναι πολλά. Οι δήμαρχοι των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και ο πολύς Γιάννης Μπουτάρης, θεωρούν ως σωτηρία της οικονομίας την προνομιακή διασύνδεση με την Τουρκία. Οι ιεράρχες της Κρήτης έχουν αποκτήσει την τουρκική υπηκοότητα, ενώ ορισμένοι αστέρες-ιεράρχες της Θράκης υποστηρίζουν ήδη την ανάγκη η Β. Ελλάδα να ενταχθεί σε κοινό κράτος με την Κωνσταντινούπολη και τη Δυτική Μικρά Ασία! Δεν έχει διαλύσει επί ματαίω την ενότητα της ελλαδικής Εκκλησίας ο τουρκολάτρης πατριάρχης.
Και, δυστυχώς, τα πλήγματα δεν έρχονται μόνο από τα πάνω, από τις ελίτ. Δεν έρχονται μόνο από τον Σόρος, τον Λιάκο και τη Σία Αναγνωστοπούλου. Εκφράζουν, εν πολλοίς, το ήθος και την ιδεολογία ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού λαού – κατεξοχήν των μεσοστρωμάτων των πόλεων, δυστυχώς, ίσως και του μεγαλύτερου μέρους της νεολαίας. Σε έναν λαό που δεν ενοχλείται από τα τουρκικά σήριαλ, όπου ο συμφεροντολογικός ατομικισμός έχει διαλύσει κάθε συλλογικό αίσθημα ταυτότητας, είναι απολύτως φυσιολογικό να κυριαρχούν ο ΓΑΠ και ο Τσίπρας.
Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα: Ότι ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, «κουράστηκε». Πολιορκημένος από ανατολή και δύση, βαθιά αλλοτριωμένος πολιτιστικά από κανάλια, πανεπιστημιακούς και υπουργεία, πίστεψε και πιστεύει εν πολλοίς ακόμα πως, με τη λογική του κατευνασμού και του στρουθοκαμηλισμού, μπορεί να επιβιώσει χωρίς μεγάλες προσπάθειες και κυρίως χωρίς συλλογικούς αγώνες. Γι’ αυτό και άφησε τις Ρεπούση να κυριαρχούν στην παιδεία, γι’ αυτό και υπερψήφισε τέσσερις φορές τον αγράμματο νεαρό (ελπίζοντας πως θα αποφύγει τις δόσεις στην εφορία) και παριστάνει και τον τσάμπα ανθρωπιστή μαζί με τον Οικονομέα.
Το μόνο πρόβλημα όμως είναι πως, σε αυτόν τον τόπο, η ειρηνική παραίτηση του ραγιά είναι αδύνατη. Γιατί, σε αυτήν τη γεωγραφική περιοχή, όποιος δεν αντιστέκεται, υποτάσσεται, πεθαίνει. Σε αυτή την περιοχή έχουν διεξαχθεί όλοι οι μεγάλοι πόλεμοι των τελευταίων εβδομήντα χρόνων. Εδώ, από την αρχαιότητα, οι εισβολές και οι επιδρομές υπήρξαν αναρίθμητες. Αρκεί να δει κανείς τι συμβαίνει στη Συρία, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη. Αρκεί να δει κανείς τι συνέβη στη Β. Ήπειρο, τι συνέβη στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο.
Έτσι λοιπόν, και να θέλουν οι Έλληνες να γίνουν εθελόδουλοι –εκτός ίσως από τους πολιτικούς και όσους κερδίζουν από αυτό–, είναι υποχρεωμένοι να αφυπνιστούν. Εκτός εάν μεταναστεύσουν όλοι από τη χώρα. Εμείς– όσοι θα μείνουμε και είμαστε πολλοί–, παρ’ ότι η ιστορία «γύρισε στραβά» θα υποχρεωθούμε να αντιδράσουμε. Και όχι μόνο με τη μορφή εξανθημάτων στο εθνικό σώμα, όπως συνέβη με τη Χρυσή Αυγή, αλλά και ως ρεαλιστική πρόταση αντίστασης και ανάταξης της χώρας. Εκατόν ενενήντα πέντε χρόνια μετά το 1821:
Οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι δεν ξεπερνούσαν, μαζί, τα 3 εκατ. Κατανοούμε έτσι γιατί, από τον Ρήγα ως την Φιλική Εταιρεία, το όραμα των Ελλήνων για το μελλοντικό τους κράτος, είχε βυζαντινές διαστάσεις – εξ ου και η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, παράλληλα με την Πελοπόννησο και τα σχέδια για μια επαναστατική εξέγερση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο ελληνισμός, που έσφυζε από ζωτικότητα και πρωτοστατούσε στην οικονομική και πνευματική ζωή της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης –από την Οδησσό και τον Πόντο έως τη Βιέννη–, υπήρξε και ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης επανάστασης των αρχών του 19ου αιώνα που συντάραξε την Ευρώπη και τον κόσμο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε κρίση τουλάχιστον έναν αιώνα πριν, από τις απαρχές του 18ου αιώνα, και παρ’ ότι σκωληκόβρωτη συντηρούνταν ακριβώς γιατί Εγγλέζοι, Γάλλοι και Αυστριακοί, επιθυμούσαν την επιβίωσή της. Τόσο απέναντι στον ρωσικό κίνδυνο, όσο και απέναντι στην πιθανότητα ανασυγκρότησης ενός ελληνικού κράτους, στα όρια του ύστερου Βυζαντίου, που θα αποτελούσε ισχυρό ανταγωνιστή τους στην ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι η επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνον την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και τις δυτικές δυνάμεις, που μέχρι το 1824 συντάσσονταν ανοιχτά με τους Οθωμανούς μαζί με την Αυστρία του Μέττερνιχ· τέλος είχαν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική διχόνοια και τις διαμάχες ενός λαού διάσπαρτου σε μια τεράστια περιοχή. Οι Έλληνες μόνοι τους (διότι και η Ρωσία, πιστή στην Ιερά Συμμαχία, είχε εγκαταλείψει τους Έλληνες στην τύχη τους και στα χέρια των Εγγλέζων) έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτούς τους τρεις δαίμονες που έχουν σφραγίσει τη νεότερη ιστορία μας. («Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου, πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι», γράφει με απαράμιλλη ενάργεια και πυκνότητα ο Σολωμός).
Παρ’ ότι επί εκατό ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1922, οι Έλληνες δοκιμάζουν με αναρίθμητες προσπάθειες να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος των κατοικούμενων από Έλληνες περιοχών, θα αφήσουν αυτό το έργο ημιτελές, με αποφασιστική συμβολή των εμφυλίων πολέμων που κατέτρωγαν το εσωτερικό μέτωπο. Ταυτόχρονα θα επιτρέψουν στους Οθωμανούς να ανασυγκροτηθούν μετά το 1922, να εκδιώξουν και να σφαγιάσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς (Αρμένιους, Πόντιους, ανατολικοθρακιώτες, Μικρασιάτες) και να αρχίσουν, από το ’22 και μετά, μια πορεία ανασυγκρότησης ενός ισχυρού κράτους στη Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη.
Έκτοτε, η πορεία των δύο νέων εθνικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ακολουθεί αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Σε μας διχόνοια, διαμάχες, Κατοχή και εμφύλιοι θα αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερο το ήδη συρρικνωμένο γεωγραφικά και πληθυσμιακά εθνικό σώμα (εκατομμύρια εξάλλου χάθηκαν από τις αρχές μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα σε αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα). Η Τουρκία, παρ’ ότι ξεκινούσε από πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και συνοχής, ακολουθεί με αυταρχικό και ολοκληρωτικό τρόπο μια πορεία εθνικής οικοδόμησης.
Σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21 και εκατό χρόνια μετά το ’22, οι συσχετισμοί έχουν ανατραπεί δραματικά. Η Τουρκία, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, κυρίως εξαιτίας του κουρδικού, είναι πλέον μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με πληθυσμό εφτά φορές μεγαλύτερο από της Ελλάδας –το 1922 ήταν μόλις διπλάσιος–, με ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία (παρήγαγε,1.4 εκατομ. αυτοκίνητα το 2015), έχει μια διαρκώς ενισχυόμενη πολεμική βιομηχανία και είναι μέλος του κλαμπ των είκοσι ισχυρότερων χωρών του κόσμου. Έχει πρόεδρο τον Ερντογάν που επιχειρεί να τεθεί επικεφαλής ενάμιση δισεκατομμυρίων μουσουλμάνων και πρωθυπουργό τον εμπνευστή του νεοθωμανικού δόγματος Νταβούτογλου. Απέναντί της, η Ελλάδα έχει μεταβληθεί στο κλοτσοσκούφι των Ευρωπαίων, έχει αποβιομηχανοποιηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά, έχει ως πρόεδρο τον Προκόπη Παυλόπουλο και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Έναν πρωθυπουργό που δεν διαθέτει ούτε ίχνος εθνικής στρατηγικής, μια και το μυαλό του, όπως εκείνο των συριζαίων γενικότερα, έχει καταστραφεί από υπερβολικές δόσεις εθνομηδενισμού.
Αυτές οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες στο Αιγαίο σήμερα. Έσχατο, η Τουρκία, με σύστημα, μεταβάλλει την καταστροφή που προκάλεσε στη Συρία, με την ενίσχυση των τζιχαντιστών σε όπλο για την οριστική καθυπόταξη της Ελλάδας, μέσω των προσφύγων και των μεταναστών.
Η Τουρκία πιστεύει πως βρίσκεται πολύ κοντά στον στόχο της μεταβολής της Ελλάδας και της Κύπρου σε νεοθωμανικό προτεκτοράτο. Εξάλλου, παρά τα casus beli και την παρουσία πενήντα χιλιάδων στρατού στην Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση πειθήνια πραγματοποιεί ήδη κοινές συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων με εκείνους που την απειλούν (ενώ βέβαια δεν κάνει τίποτα ανάλογο με την Κύπρο).
Φθάσαμε λοιπόν στο τέλος του παιχνιδιού; Και μετά από διακόσια χρόνια είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε μια νέα υποταγή στους Οθωμανούς; Τα σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης την αναδεικνύουν σε μια πιθανή εκδοχή. Και είναι πολλά. Οι δήμαρχοι των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και ο πολύς Γιάννης Μπουτάρης, θεωρούν ως σωτηρία της οικονομίας την προνομιακή διασύνδεση με την Τουρκία. Οι ιεράρχες της Κρήτης έχουν αποκτήσει την τουρκική υπηκοότητα, ενώ ορισμένοι αστέρες-ιεράρχες της Θράκης υποστηρίζουν ήδη την ανάγκη η Β. Ελλάδα να ενταχθεί σε κοινό κράτος με την Κωνσταντινούπολη και τη Δυτική Μικρά Ασία! Δεν έχει διαλύσει επί ματαίω την ενότητα της ελλαδικής Εκκλησίας ο τουρκολάτρης πατριάρχης.
Και, δυστυχώς, τα πλήγματα δεν έρχονται μόνο από τα πάνω, από τις ελίτ. Δεν έρχονται μόνο από τον Σόρος, τον Λιάκο και τη Σία Αναγνωστοπούλου. Εκφράζουν, εν πολλοίς, το ήθος και την ιδεολογία ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού λαού – κατεξοχήν των μεσοστρωμάτων των πόλεων, δυστυχώς, ίσως και του μεγαλύτερου μέρους της νεολαίας. Σε έναν λαό που δεν ενοχλείται από τα τουρκικά σήριαλ, όπου ο συμφεροντολογικός ατομικισμός έχει διαλύσει κάθε συλλογικό αίσθημα ταυτότητας, είναι απολύτως φυσιολογικό να κυριαρχούν ο ΓΑΠ και ο Τσίπρας.
Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα: Ότι ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, «κουράστηκε». Πολιορκημένος από ανατολή και δύση, βαθιά αλλοτριωμένος πολιτιστικά από κανάλια, πανεπιστημιακούς και υπουργεία, πίστεψε και πιστεύει εν πολλοίς ακόμα πως, με τη λογική του κατευνασμού και του στρουθοκαμηλισμού, μπορεί να επιβιώσει χωρίς μεγάλες προσπάθειες και κυρίως χωρίς συλλογικούς αγώνες. Γι’ αυτό και άφησε τις Ρεπούση να κυριαρχούν στην παιδεία, γι’ αυτό και υπερψήφισε τέσσερις φορές τον αγράμματο νεαρό (ελπίζοντας πως θα αποφύγει τις δόσεις στην εφορία) και παριστάνει και τον τσάμπα ανθρωπιστή μαζί με τον Οικονομέα.
Το μόνο πρόβλημα όμως είναι πως, σε αυτόν τον τόπο, η ειρηνική παραίτηση του ραγιά είναι αδύνατη. Γιατί, σε αυτήν τη γεωγραφική περιοχή, όποιος δεν αντιστέκεται, υποτάσσεται, πεθαίνει. Σε αυτή την περιοχή έχουν διεξαχθεί όλοι οι μεγάλοι πόλεμοι των τελευταίων εβδομήντα χρόνων. Εδώ, από την αρχαιότητα, οι εισβολές και οι επιδρομές υπήρξαν αναρίθμητες. Αρκεί να δει κανείς τι συμβαίνει στη Συρία, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη. Αρκεί να δει κανείς τι συνέβη στη Β. Ήπειρο, τι συνέβη στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο.
Έτσι λοιπόν, και να θέλουν οι Έλληνες να γίνουν εθελόδουλοι –εκτός ίσως από τους πολιτικούς και όσους κερδίζουν από αυτό–, είναι υποχρεωμένοι να αφυπνιστούν. Εκτός εάν μεταναστεύσουν όλοι από τη χώρα. Εμείς– όσοι θα μείνουμε και είμαστε πολλοί–, παρ’ ότι η ιστορία «γύρισε στραβά» θα υποχρεωθούμε να αντιδράσουμε. Και όχι μόνο με τη μορφή εξανθημάτων στο εθνικό σώμα, όπως συνέβη με τη Χρυσή Αυγή, αλλά και ως ρεαλιστική πρόταση αντίστασης και ανάταξης της χώρας. Εκατόν ενενήντα πέντε χρόνια μετά το 1821:
Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.
Μιχάλης Κατσαρός. (Ὁ Δοῦλος)
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.
Μιχάλης Κατσαρός. (Ὁ Δοῦλος)