Παρεμβάσεις του Γιώργου Καραμπελιά


Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. την οποία επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και η οποία εγκαινιάσθηκε το 1980 αποτελεί συνέπεια δύο βασικών γεωπολιτικών δεδομένων. Πρώτον, του χωρισμού της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί μέχρι το 1989 τη μοναδική χώρα που ανήκε στη δυτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική Ευρώπη έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών που ανήκαν είτε στο σύμφωνο της Βαρσοβίας, είτε στους αδέσμευτους (Γιουγκοσλαβία), είτε συμμαχούσαν με την «μακρινή κόκκινη Κίνα» (η Αλβανία του Εμβερ Χότζα). Ο χωρισμός των Βαλκανίων ανάμεσα σε μια «δυτική» Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες απέκλειε λίγο πολύ μια βαλκανική στρατηγική, τέτοια που προσπάθησε να αναπτύξει ο Παπαναστασίου από το 1930. Το δεύτερο γεωπολιτικό δεδομένο το οποίο επιτείνεται μετά το 1974 την κατοχή της Β. Κύπρου από την Τουρκία και την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής μέσω της προσφυγής σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή συμμαχία. Στρατηγική που ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις προσπάθειες του Κων. Καραμανλή και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε με την Γαλλία στην δεκαετία του ’70.
Τέλος, και ίσως αποφασιστικότερης σημασίας, η παρασιτική φύση του κεφαλαίου έναντι της Δύσης βαθειά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, ολοκλήρωνε τον «μονόδρομο» της στροφής προς την Ε.Ε. Και όλα αυτά παρ’ ότι ήταν προφανές πως η ένταξη αυτή θα είχε αρνητικές συνέπειες ιδιαίτερα για την ελληνική βιομηχανική παραγωγή η οποία καλούνταν να ανταγωνιστεί χωρίς δασμολογική προστασία τις πολύ ισχυρότερες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες.




Ένας παράγοντας που ερμηνεύει εν πολλοίς την αδυναμία της Αριστεράς, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και, ακόμα περισσότερο, του ΚΚΕ, να προσελκύσει την πλειοψηφία των χειμαζόμενων Ελλήνων πολιτών είναι η άρνησή της –διακηρυγμένη στην περίπτωση του ΚΚΕ και σιωπηρή στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ– να καταγγείλει την κλεπτοκρατία και τη διαφθορά ως έναν από τους αποφασιστικούς παράγοντες της κρίσης. Αυτό το γεγονός μάλιστα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την ελκυστικότητα σχημάτων όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» ή, ακόμα περισσότερο, η «Χρυσή Αυγή», που ποντάρουν προνομιακά στην καταγγελία της «κλεπτοκρατίας». Ιδιαίτερα μάλιστα για το πιο φτωχά και τα πλέον κατεστραμμένα από την κρίση λαϊκά στρώματα, αυτό το θέμα είναι αποφασιστικής σημασίας αν όχι και πρωταρχικό. Κατά συνέπεια, δεν είναι μόνον η άρνηση του πατριωτισμού και ο εθνομηδενισμός της Αριστεράς που έστειλε ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών προς την ακροδεξιά, αλλά και η άρνησή της να κινητοποιηθεί ενάντια σε ένα από τα πιο διεφθαρμένα και κλεπτοκρατικά πολιτικά συστήματα.

Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλαπλές. Κατ’ αρχάς, η δογματική καταγγελία του «καπιταλισμού» –ιδιαίτερα του ΚΚΕ–, το οποίο οδηγεί την Αριστερά να αρνείται συστηματικά την καταγγελία της κλεπτοκρατίας και της διαφθοράς την οποία θεωρεί «λαϊκιστική», με το επιχείρημα ότι η διαφθορά δεν είναι παρά μια λογική συνέπεια του καπιταλισμού, τον οποίο και θα πρέπει αποκλειστικά να καταγγέλλουμε. Ο δεύτερος λόγος –και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που υποδέχεται και έναν μεγάλο αριθμό προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ συνδικαλιστών και δημοσίων υπαλλήλων– είναι το γεγονός πως θεωρούν ότι η καταγγελία μιας γενικευμένης κλεπτοκρατίας μπορεί να θίγει και ένα μεγάλο αριθμό των ψηφοφόρων τους.