ΔΟΕ – Υπουργείο Παιδείας, μια σχέση χαμηλών προσδοκιών


Από την Εφημερίδα ΡΗΞΗ, φ.113
Γράφει ο Σπύρος Βαζούρας,  Αντιπρόεδρος Δ.Σ. Συλλόγου Εκπ/κών  Π.Ε. Λιβαδειάς
Η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πρώτης συνάντησης  του  Δ.Σ. της ΔΟΕ (Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας) με την νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να επικεντρωθεί στο απόσπασμα της σχετικής ανακοίνωσης της ΔΟΕ ότι «τα αποτελέσματα της συνάντησης δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις προσδοκίες και το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης».
Όσοι διατυπώναμε στις αρχές του Γενάρη προς τα νυν κυβερνητικά συνδικαλιστικά στελέχη την άποψη ότι «οι εκλογές είναι πολύ νωρίς και έχετε προετοιμαστεί πολύ λίγο» είχαμε βασικά κατά νου την κεντρική πολιτική σκηνή και λιγότερο τις επιμέρους θεματικές πολιτικές. Σήμερα διαπιστώνουμε, όμως, ότι η προετοιμασία υπήρξε ανεπαρκής και στα δύο.  Η γνωστή και μονότονη επωδός πως «η χώρα δεν αντέχει άλλο μνημόνιο» μπορεί να υπήρξε επαρκές αντιπολιτευτικό σύνθημα αλλά δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για παραγωγή πολιτικής.
Πιο συγκεκριμένα, στη συνάντηση του Δ.Σ. της ΔΟΕ με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας καταγράφηκαν εκφράσεις καλής θέλησης και διαπιστώσεις για συμφωνία απόψεων. Καλές προθέσεις οι οποίες, όμως, δεν οδήγησαν στις επιζητούμενες απαντήσεις που θα έδιναν βαθιά ανάσα σε ένα κλάδο εργαζομένων που έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα από τις μνημονιακές πολιτικές και αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας τα προηγούμενα χρόνια.
Ενώ καταγράφηκε η πρόθεση επίλυσης των προβλημάτων της εκπαίδευσης σε θετική κατεύθυνση αποτυπώθηκαν παράλληλα, απόλυτα και ανελαστικά, οι αρχικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία στην άσκηση του έργου της (πόροι, εργασιακές θέσεις, status απασχόλησης) καθώς και η δύσκολη οικονομική συγκυρία του τετραμήνου που διανύουμε.
Ειδικότερα και ενδεικτικά, για το θέμα των δαπανών και των επενδύσεων για την Παιδεία καθώς και για το ζήτημα της μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών η απάντηση κινήθηκε στο πλαίσιο ότι δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε κίνηση που θα έχει οικονομικό κόστος εξ’ αιτίας των υφιστάμενων περιορισμών της οικονομικής πολιτικής.
Στο ίδιο μήκος κύματος  υπήρξε και η απάντηση στο αίτημα της ΔΟΕ για την κάλυψη των χιλιάδων κενών θέσεων εκπαιδευτικών καθώς η πολιτική ηγεσία δεν έχει ακόμα εικόνα του αριθμού των διορισμών -από τις 15.000 θέσεις συνολικά που προβλέπεται για το 2015 για όλο το δημόσιο τομέα- που αντιστοιχούν στην Εκπαίδευση και δεν ανέλαβε καμία δέσμευση ούτε για τον αριθμό, ούτε για τον τρόπο και το χρόνο πραγματοποίησής τους.

Αντίθετα, δεσμεύτηκε για την κατάργηση του θεσμικού πλαισίου της αξιολόγησης - χειραγώγησης  που θα αποτυπωθεί σε επικείμενο πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία ενώ η συζήτηση για την αξιολόγηση - αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου μετατέθηκε σε επόμενο χρονικό στάδιο. Δεσμεύτηκε, επίσης, για την άμεση αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων  με την αποκατάσταση του τεκμηρίου της αθωότητας και την κατάργηση της ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής και κοινωνικής δράσης καθώς οι σχετικές διατάξεις του μνημονιακών νόμων αποτελούν ευθεία προσβολή του νομικού μας πολιτισμού και  της κοινής λογικής.
Δεν δόθηκε καμία απάντηση ή κάποιο προσχέδιο για τα θέματα της υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής ή το ζήτημα της Ειδικής Αγωγής και τη σημαντική ανάγκη θεσμοθέτησης πλαισίου που θα δημιουργεί τις συνθήκες για την ένταξη στο Δημόσιο Σχολείο όλων των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.  
Συμπερασματικά, ισχυρή δόση “δημιουργικής ασάφειας” διαπιστώνεται στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Η απόκτηση ενός βηματισμού που θα την υπερβαίνει και θα επιτρέψει στο Υπουργείο Παιδείας την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου είναι αναγκαία. Τουλάχιστον σ’ ένα πεδίο θεσμικών δράσεων που δεν εντάσσονται στις “απαγορευμένες μονομερείς ενέργειες” και οι οποίες μπορούν να δώσουν τις απαραίτητες ανάσες τόσο στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών όσο και στην ίδια την Κυβέρνηση κερδίζοντας χρόνο, ανοχή και εμπιστοσύνη.  

Σε κάθε περίπτωση, γίνονται κατανοητά - σε αυτή τη φάση - τα όρια της “δημιουργικής ασάφειας” της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου και φαίνεται πως μπορούν να αποτελέσουν ένα μέτρο εκτίμησης για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ή ακόμα περισσότερο ένα μέτρο κατανόησης της κυβερνητικής αλλαγής που συντελέσθηκε την 25η  Γενάρη.