Η «υπόθεση εργασίας»
που πραγματοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την μορφή… κυβερνητικού εγχειρήματος
είχε ως κεντρικό ερώτημα το εάν είναι εφικτή μια άμεση απαγκίστρωση της
Ελλάδας από τα μνημόνια, μέσω μιας δυναμικής διαπραγμάτευσης η οποία θα
προκαλούσε μια πολιτική αλλαγή στον τρόπο που μεταχειρίζεται η Γερμανική
Ευρώπη την χώρα μας.
Ο τρόπος που εξελίσσεται αυτό το «πείραμα» μέχρι σήμερα αποδεικνύει κατηγορηματικότητα πως η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι αρνητική. Δεν μπορεί να υπάρξει μια άμεση απεμπλοκή της χώρας μας από τα μνημόνια, τουλάχιστον όχι εντός των παρόντων συσχετισμών και προσανατολισμών της Ε.Ε.: Παρά την διπλωματική προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης, και τις αντιρρήσεις που αυτή έφερε στον μονότονο μονόλογο της Γερμανικής Ευρώπης, η τελευταία είναι ανένδοτη, και πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφεύρει ένα νέο μείγμα πολιτικής που ουσιαστικά εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την διαιώνιση των πολιτικών «αποικίας χρέους» μετά το μνημόνιο.
Μέσα από αυτήν την διαδικασία, η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης αποδείχθηκε εξαιρετικά αναιμική για να μπορέσει να μεταβάλει την μεγάλη εικόνα για την χώρα μας. Κι αυτό για αρκετούς λόγους:
Ο τρόπος που εξελίσσεται αυτό το «πείραμα» μέχρι σήμερα αποδεικνύει κατηγορηματικότητα πως η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι αρνητική. Δεν μπορεί να υπάρξει μια άμεση απεμπλοκή της χώρας μας από τα μνημόνια, τουλάχιστον όχι εντός των παρόντων συσχετισμών και προσανατολισμών της Ε.Ε.: Παρά την διπλωματική προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης, και τις αντιρρήσεις που αυτή έφερε στον μονότονο μονόλογο της Γερμανικής Ευρώπης, η τελευταία είναι ανένδοτη, και πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφεύρει ένα νέο μείγμα πολιτικής που ουσιαστικά εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την διαιώνιση των πολιτικών «αποικίας χρέους» μετά το μνημόνιο.
Μέσα από αυτήν την διαδικασία, η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης αποδείχθηκε εξαιρετικά αναιμική για να μπορέσει να μεταβάλει την μεγάλη εικόνα για την χώρα μας. Κι αυτό για αρκετούς λόγους:
Πρώτον. Η κυριότερη παράμετρος ισχυροποίησης της διαπραγματευτικής μας δύναμης, μια αδέσμευτη και πολυκεντρική εξωτερική πολιτική βρίσκεται στο στάδιο της προπαρασκευής/αφετηρίας και όχι στο στάδιο της ωρίμανσης. Οι Γερμανοί, οι υπόλοιποι εταίροι, το ΔΝΤ θα έκανε πίσω μόνο εφόσον υπήρχαν εμπεδωμένες σχέσεις με την Ρωσία, την Κίνα και τους λοιπούς εταίρους του μπλοκ της «πολυπολικότητας» και προφανώς, δεν πρόκειται να φοβηθούν ουσιαστικά τις επισκέψεις επανεκκίνησης των διπλωματικών σχέσεων που πραγματοποιήθηκαν από τις 25 Ιανουαρίου. Πολύ απλά γιατί είναι πολύ νωρίς ώστε αυτές να αποδώσουν απτά πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά αποτελέσματα. Δεύτερον. Μια δεύτερη πηγή ισχυροποίησης της διαπραγματευτικής θέσης, είναι η εσωτερική πολιτική δυναμική ενός κυβερνητικού εγχειρήματος. Η πραγματική πολιτική δυναμική και όχι η ανάθεση και η επικοινωνιακή πολιτική δυναμική. Για να αντλήσει τέτοια ισχύ, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να διέθετε, με την συγκεκριμένη αλληλουχία, όραμα, πρόγραμμα, τακτική. Αντ’ αυτών, το μόνο που υπάρχει είναι μια ασάφεια, που παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς είναι εξαιρετικά αντιδημιουργική. Η ασάφεια δεν απευθύνεται μόνον απέναντι στους διαπραγματευτές μας, αλλά εκδηλώνεται εν γένει, πράγμα που σημαίνει ότι ανεξαρτήτως διαπραγμάτευσης ή μη, η παρούσα κυβέρνηση δεν διαθέτει άποψη για το πώς αυτή η χώρα θα μπορέσει να αυτοκυβερνηθεί. Σημειωτέον ότι, ‘πρόγραμμα’ δεν μπορεί να θεωρηθεί η επίκληση των κλισέ της υστερομεταπολιτευτικής κεντροαριστεράς/κεντροδεξιάς, δηλαδή το μείγμα των προηγούμενων προγραμμάτων του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ και της Καραμανλικής ΝΔ, που προβάλλεται από την παρούσα κυβέρνηση ως προγραμματική της πολιτική. Τρίτον. Ο παράγοντας «κοινωνική κινητοποίηση» ήταν και είναι εξαιρετικά αναιμικός. Ακόμα και η ίδια η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις πρόσφατες εκλογές πραγματοποιήθηκε γιατί ο ελληνικός λαός επέλεξε να εκδικηθεί εκείνους που τον στραγγάλισαν οικονομικά τα τελευταία χρόνια δίχως κανένα ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης. Όχι επειδή πίστεψαν στο ΣΥΡΙΖΑ και τις υποσχέσεις του. Απόδειξη, το γεγονός ότι τώρα το κυρίαρχο κλίμα που υφίσταται στην κοινωνία είναι κλίμα του τύπου «κάνε την κωλοτούμπα να τελειώνουμε». Με μόνη κόκκινη γραμμή την… παραδειγματική τιμωρία των προηγούμενων και του καθεστώτος που τους στήριζε (καναλάρχες κ.ά). Ύστερα, στο ίδιο επίπεδο της κοινωνικής δυναμικής, εξίσου αναιμικές είναι και υγιείς δυναμικές στο πεδίο της οικονομίας, δηλαδή δεν υπάρχουν κλάδοι αυτή την στιγμή, παραγωγικοί, δημιουργικοί, ώστε να μπορεί κάποιος να πατήσει για να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας άμεσα.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε/επαναλάβουμε ότι αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργούν τόσο στην εκδοχή μιας δυναμικής διαπραγμάτευσης με σκοπό την ανατροπή του μνημονίου εντός ευρώ και Ε.Ε., όσο και στην εκδοχή μιας άμεσης ρήξης και απεμπλοκής από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός ότι σήμερα δεν υφίστανται, εξουδετερώνει και τις δύο στρατηγικές –ενώ την ίδια στιγμή, θα πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι στην χώρα μας δεν υπάρχει καμία υγιής βάση για να πατήσει πάνω κανείς και να επιβάλει έναν ριζικό μετασχηματισμό εδώ και τώρα: Δεν υπάρχει κράτος, κόμμα, κίνημα ή οποιοδήποτε υγιές κοινωνικό υποκείμενο που να φέρει εντός του μια δυναμική αλλαγής.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, πως προσανατολίζεται το λεγόμενο «αντιμνημονιακό κίνημα»; Ο κύριος όγκος του, τείνει να υποστηρίξει, ότι η ήπια γραμμή απεμπλοκής από το μνημόνιο δίχως ρήξη με την Ε.Ε. έχει αποδειχθεί ανεδαφική, και ως εκ τούτου προκρίνεται η γραμμή της μετωπικής σύγκρουσης με τους δανειστές –αντί της «κωλοτούμπας» που προετοιμάζει η δεξιά τάση της κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα είναι εξωφρενικό. Αυτό που μας λένε, είναι ότι αφού χάνουμε μια μάχη μεσαίας κλίμακας, θα πρέπει να μετατοπίσουμε στην σύγκρουση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο για να… κερδίσουμε.
Προφανώς, πρόκειται για το απόλυτο αδιέξοδο –μπροστά χρεοκοπία και πίσω μνημόνιο, το οποίο κατά την τελευταία πενταετία επανέρχεται πολύ συχνά ως το ύψιστο διακύβευμα, σε κάθε κρίσιμη καμπή του ελληνικού δράματος. Και αυτό το αδιέξοδο, σε τελευταία ανάλυση, είναι η αιτία για την οποία δεν ωρίμασε ποτέ το ελληνικό κίνημα των πλατειών. Γιατί ακριβώς αυτό το τρομακτικό δίλημμα που επισείεται αμείλικτο πάνω από τα κεφάλια της ελληνικής αποικίας χρέους, του αφαιρούσε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Επρόκειτο για εκβιασμό, και επειδή ακριβώς ο εκβιασμός είχε πραγματική βάση, ήταν και είναι ένας επιτυχημένος εκβιασμός: ‘Συμμόρφωσε’ διαδοχικά, ανεξάρτητα από τον βαθμό κομφορμισμού που διακατείχε τον καθέναν, τον Γιωργάκη, τον Αντώνη Σαμαρά, και τώρα απειλεί να πειθαρχήσει και τον Αλέξη Τσίπρα.
Γίναμε «Μνημονιακοί»;
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν δύο ρεαλιστικές επιλογές. Η πρώτη είναι η υποδούλωση. Την αξιώνει η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, και το «παλαιό καθεστώς» της ύστερης μεταπολίτευσης.
Η δεύτερη, είναι η στρατηγική του αντάρτικου: Όσοι επιθυμούν να αντισταθούν, θα πρέπει να αναδιπλωθούν σε πολιτικά πεδία όπου ο αντίπαλος δεν διατηρεί τον έλεγχο, ή τον διατηρεί λιγότερο, να τον φθείρουν αλλά και να δημιουργήσουν τους όρους για μια πραγματική αντεπίθεση. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει να ξεκινήσει κανείς την ανασυγκρότηση των παραγόντων που λείπουν (κόμμα, κίνημα, κοινωνικό υποκείμενο) ώστε να είναι εφικτή μια ριζική αλλαγή εντός της χώρας.
Αυτή η στρατηγική, όμως, υπήρξε εξαιρετικά ασθενής εντός του αντιμνημονιακού κινήματος, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να είναι «αντιμνημονιακή»! Επειδή εστίαζε όχι στο αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αποδόμησης της χώρας (=το μνημόνιο), αλλά στα πραγματικά της αίτια –τα οποία όμως για τον αντιμνημονιακό χώρο υπήρξαν «ψιλά γράμματα», αντικείμενο μιας συζήτησης λίγο ως πολύ φιλολογικής, άνευ πραγματικής πολιτικής αξίας.
Με αυτήν την τρομακτική αντιστροφή, το αντιμνημονιακό κίνημα αποπειράθηκε να αντισταθεί με το κεφάλι στο έδαφος και τα πόδια στο ταβάνι. Και η πραγματικότητα σήμερα το εκδικείται απειλώντας να το εντάξει… μέσα στο κάδρο της αποικίας χρέους!
Μάλιστα, και τις δύο του εκδοχές, τόσο την ρεφορμιστική όσο και την ριζοσπαστική. Γιατί και σε περίπτωση άμεσης εξόδου, και ρήξης, το πιο πιθανόν είναι ότι οι άμεσες δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας, και η σχεδόν απόλυτη εξάρτησή της από τις εισαγωγές, θα την εξωθήσει σε μια πιο ακραία εκποίηση του εθνικού της πλούτου.
Στην δε περίπτωση της «κωλοτούμπας», θα ανακαλύψουμε αποσβολωμένοι ότι εν τέλει υπάρχουν δύο πολιτικές της αποικίας χρέους, μια ‘μνημονιακή’ και μια ‘αντμνημονιακή’.
Η πρώτη αξιώνει λύση του ελληνικού δράματος, μέσω μιας ‘θεραπείας σοκ’ ακραίων ιδιωτικοποιήσεων, συμπίεσης του εργατικού κόστους, που θα δώσουν ώθηση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται αποφασιστικά στον τουρισμό, και τις εξαγωγές ακατέργαστων αγροτικών προϊόντων, και γενικώς προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Η δεύτερη αξιώνει λύση του ελληνικού δράματος, μέσω ‘ιδιωτικοποιήσεων με ανθρώπινο πρόσωπο’, δικαιότερης αναδιανομής του πλούτου, διατήρησης του εργατικού κόστους στα τωρινά του επίπεδα, ενώ και πάλι το μοντέλο ανάπτυξης θα στηρίζεται στον τουρισμό, στις εξαγωγές ακατέργαστων αγροτικών προϊόντων, και γενικώς προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας!
Τα ίδια συμβαίνουν και στο επίπεδο της γεωπολιτικής: Το μνημονιακό στρατόπεδο, εντάσσεται στο «Γερμανικό Κόμμα». Ο κύριος όγκος του «αντιμνημονιακου στρατοπέδου» εντάσσεται στο «Αμερικάνικο», ενώ υπάρχει και μια άλλη τάση που αξιώνει μια πολυκεντρική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Επειδή όμως αυτή έχει το χαρακτήρα του κρεμασμένου που πιάνεται από τα ίδια του τα μαλλιά, τόσο οι επαφές με την Κίνα που έχουν γίνει, όσο και με την Ρωσία, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα που έχουν οι διμερείς ελληνο-γερμανικές και ελληνο-αμερικάνικες επαφές. Κοινώς, συζητούμε τι θα τους πουλήσουμε. Απλώς, η «αντιμνημονιακή γραμμή» θέλει την Ελλάδα πολυμετοχικό χώρο, σε αντίθεση με την «μνημονιακή» που προωθεί την γραμμή του γερμανικού μονοπωλίου.
Μετά απ’ όλα αυτά, είναι προφανές πως η διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο έχει εκφυλιστεί παντελώς. Χειρότερα, ο ακραίος οπορτουνισμός του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, και τα πεπραγμένα της διακυβέρνησής τους, οδήγησαν στην πρόωρη ανάληψη της εξουσίας, απειλεί να μεταβάλει το «αντιμνημόνιο» στον έτερο πόλο της «διαλεκτικής»-αποικίας χρέους!
Και μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο, αυτήν την στιγμή υπάρχει ολοκληρωτική παράλυση στο κυβερνητικό επίπεδο και μετατόπιση όλης της πολιτικής ενεργητικότητας των κομμάτων και των προσώπων που κυβερνούν σ’ έναν απίστευτο πόλεμο προσχημάτων και φατρίων. Ο οποίος μάλιστα, δεν διεξάγεται εκτός αλλά εντός και διά των θεσμών: Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει μεταβάλει το προεδρείο της Βουλής σε μια Οργουελιανή Φωνή της Αλήθειας, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης δεν έχει ψελλίσει μέχρι στιγμής ούτε μια δημιουργική κατεύθυνση για το υπουργείο του (με καταστροφικά αποτελέσματα σε ζητήματα που έχει την ψιλή ευθύνη, όπως είναι το ζήτημα της εξόρυξης στην Β/Α Χαλκιδική), και περνάει τα πρωινά του συγγράφοντας στο iskra.gr λυσσαλέες υπουργικές καταγγελίες εναντίον της Γερμανικής Ευρώπης και του… καπιταλισμού (πάλι καλά, καθώς υπάρχουν και υπουργοί που τα πρωινά τους τα περνούν στο… Φίλιον του Κολωνακίου), ενώ ο Πάνος Καμμένος ψωνίζει όπλα από τις συμβάσεις που υπέγραψαν οι προηγούμενοι, και χρησιμοποιεί το υπουργείο Άμυνας για να… στήσει φιέστα με αρνιά την Κυριακή του Πάσχα στο Σύνταγμα.
Ποιο είναι το ηθικόν δίδαγμα; Εκτός του ότι για να κάνεις δημιουργική αντίσταση στην Ελλάδα θα πρέπει να έχεις πάρει διαζύγιο από τον οπορτουνισμό, δεν αρκεί να είσαι «αντιμνημονιακός». Διότι, για να καταφέρεις να ανατρέψεις το μνημόνιο, πρέπει να γίνεις «εναλλακτικός», με την έννοια ότι θα πρέπει να διαθέτεις απαντήσεις στα πραγματικά αίτια που προκάλεσαν την αποδόμηση της Ελλάδας –και τα οποία προφανώς δεν αφορούν μόνο τις νομοθετικές πράξεις υπαγωγής της χώρας μας σε καθεστώς ξένης επιστασίας-θεραπείας σοκ.
Το μνημόνιο είναι αυτό που λέει: Μια συμφωνία που αντανακλάει έναν εξαιρετικά άνισο συσχετισμό δύναμης. Η υποδούλωση της χώρας, είναι κάτι πολύ ευρύτερο, και περιλαμβάνει γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που το αντιμνημονιακό κίνημα αγνόησε ή υποτίμησε συστηματικά. Το γεγονός αυτό αποτελεί δείκτη της στρεβλότατης και ανύπαρκτης πολιτικοποίησής του. Η πραγματικότητα εκδικήθηκε τον ελληνικό λαό για τα τριάντα πέντε χρόνια ιδιώτευσης και τηλοψίας, μ’ ένα κίνημα μικρομεσαίων, ζαλισμένων από την φρίκη της θεραπείας-σοκ, που δεν μπορούσαν να διακρίνουν καν το αίτιο από το αιτιατό. Αυτή, είναι η κυβέρνησή τους…