Μια
πολύ συχνή και επαναλαμβανόμενη κριτική που εισπράττουμε από
συνοδοιπόρους του Σύριζα και κατ’ εξοχήν της κυρίας Κωνσταντοπούλου
είναι το ότι με την άποψη μας για την αποφυγή χρεοκοπίας της χώρας και
απόρριψης κάθε σκέψης για έξοδο από την ευρωζώνη υπό τις παρούσες
συνθήκες συντασσόμαστε με τους μνημονιακούς και τον «συμβιβασμένο» κο
Τσίπρα και όχι με τους αδιάλλακτους επαναστάτες που αρχίζουν απ’ τον
Καζάκη και την Ελεύθερη Ώρα και φθάνουν στην πρόεδρο της Βουλής, περνώντας από την Ανταρσύα, τον Αλαβάνο, το Αριστερό Ρεύμα και τον Αντ. Νταβανέλο.
Για να διευκρινίσουμε λοιπόν τα πράγματα, εμείς απ’ το 2012 είχαμε αντιταχθεί στη λογική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης, με άμεση διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, γιατί γνωρίζαμε ότι αυτή είχε μόνο δύο διεξόδους. Είτε την υποταγή με λιγότερες ή περισσότερες υποχωρήσεις, είτε την έξοδο από την ευρωζώνη και το ευρώ. Γι’ αυτό, από τότε, συστήνουμε επίμονα αυτό που έχουμε χαρακτηρίσει ως «ανταρτοπόλεμο» μακράς διάρκειας
έτσι ώστε να συγκροτηθούν εκείνες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να
ανατρέψουν τα μνημονιακά τετελεσμένα. Και γι’ αυτό συμμετείχαμε ενεργά
στο αντιμνημονιακό κίνημα, προσπαθώντας να επιβάλλουμε μια λογική
σοβαρότητας η οποία και στην πραγματικότητα απέφερε συγκεκριμένους
πολιτικούς καρπούς, όπως η ανάδειξη του ζητήματος των γερμανικών
αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, η ανάδειξη του ζητήματος της
παραγωγικής ανασυγκρότησης και η κατάδειξη του ουσιαστικά παράνομου
χαρακτήρα ενός μεγάλου ποσοστού του χρέους που είχε επιβληθεί ιδιαίτερα
από τον ΓΑΠ με εξευτελιστικούς και απαράδεκτους όρους.
Η
άποψή μας ήταν πως με την σταδιακή συσσώρευση δυνάμεων στο επίπεδο της
κοινωνίας και των θεσμών (ιδιαίτερα τοπική αυτοδιοίκηση) θα γινόταν
δυνατή η συγκρότηση ενός κινήματος το οποίο τα επόμενα χρόνια –και οι
χρονικοί μας υπολογισμοί το τοποθετούσαν από το φθινόπωρο του 15 και
μετά, για χιλιάδες λόγους, ποσοτική χαλάρωση, Ποδέμος στην Ισπανία,
τέλος της τυπικής μνημονιακής περιόδου– θα ήταν δυνατό να εκφραστεί και
στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, διεκδικώντας ακόμα και την αλλαγή της
κυβερνητικής εξουσίας.
Αντ’
αυτού, επιλέχθηκε η στρατηγική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης από
δυνάμεις ετερόκλητες με μοναδικό στόχο, την κατάληψη και νομή της
εξουσίας. Έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές πως μια τέτοια κατάληψη της
κυβερνητικής εξουσίας στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε
ουσιαστικές αλλαγές. Αντίθετα θα οδηγούσε στο κάψιμο όλων των
διεκδικήσεων του αντιμνημονιακού κινήματος, είτε μέσω καταιγιστικών
υποχωρήσεων, είτε μέσω μιας ακόμα μεγαλύτερης καταστροφής που θα επέφερε
τόσο στο οικονομικό πεδίο (με τη δραματική υποτίμηση που θα προκαλούσε)
όσο και κυρίως στο γεωπολιτικό επίπεδο, μία έξοδος της Ελλάδας από την
ευρωζώνη υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Παρ’ όλα αυτά στο αντιμνημονιακό κίνημα η άποψή μας παρέμενε μειοψηφική
και κυριάρχησαν είτε οι τυχοδιώκτες, είτε αυτούς που αποκαλούν
«ψεκασμένους», χωρίς καμία συναίσθηση και συνείδηση των προβλημάτων της
χώρας, και οι οποίοι προτείνοντας εύκολες μαγικές λύσεις, παρέσυραν και
την πλειοψηφία του αντιμνημονιακού κινήματος. Τι να θυμίσουμε άραγε; Τον
χρυσαυγιτισμό ενός μεγάλου τμήματος αυτού του χώρου;
Την λογική του γαία, πυρί μειχθήτω; Να ψηφίζουν Κασιδιάρη στις δημοτικές
εκλογές της Αθήνας και ταυτόχρονα Δούρου στην περιφέρεια; Με μια
ηροστράτεια λογική γενικευμένης κατεδάφισης με τη λογική ότι εν τέλει
την οποία κάτι καλό θα έβγαινε. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του
ΣΥΡΙΖΑ και των περιβόητων συνιστωσών του στις οποίες περιλαμβάνονται
από παρ’ ολίγον Κουβελικούς (τύπου Παπαδημούλη) έως ακραίους αντιπάλους
της ευρωζώνης και του ευρώ, και όλα αυτά κάτω από την κοινή ομπρέλα ενός
κόμματος και μιας κυβέρνησης που διακήρυσσε πως η παραμονή στο ευρώ
είναι αδιαπραγμάτευτη. Και όμως και οι οπαδοί της «ρήξης» και οι οπαδοί
του «συμβιβασμού» συμπορεύονταν χωρίς περίσκεψη και αιδώ για να
κατακτήσουν την περιπόθητη εξουσία «και μετά βλέπουμε».
Επρόκειτο για μια παρά φύση και απόλυτα οπορτουνιστή συμμαχία, στην οποία μόνον εμείς αντιταχθήκαμε – εγώ προσωπικώς και το Άρδην
αρνηθήκαμε να συμμετέχουμε στις εκλογές μαζί με τους ΑΝΕΛ, συμμετοχή
που θα μας εξασφάλιζε και κάποιους βουλευτικούς θώκους. Γιατί προφανώς
θεωρούσαμε αδιανόητη την κοινή κάθοδο στις εκλογές κάτω από το ίδιο
σχήμα ανθρώπων με ριζικά αντίθετες επιλογές και κατευθύνσεις και μάλιστα
όχι πάνω σε γενικά θεωρητικά ζητήματα αλλά πάνω στα άμεσα και ζέοντα
ζητήματα του χρέους, των μνημονίων και της αντιμετώπισής τους. Γι’ αυτό,
και θεωρούσαμε ανέντιμη και πολιτικά αδιέξοδη τη στάση όλων εκείνων που έθαβαν αυτή τη ριζική αντίθεση για να κατακτηθεί η εξουσία και «μετά βλέπουμε».
Θεωρούσαμε
λοιπόν πως η άνοδος στην εξουσία κάνω υπ’ αυτές τις συνθήκες απειλούσε
με νέες συμφορές τον ελληνικό λαό και με ολοκληρωτική καταστροφή το
αντιμνημονιακό κίνημα και τα αιτήματά του:
1ο Διότι απειλούσε όπως ήδη το έκανε να θάψει το ζήτημα της διαγραφής του χρέους που ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα κυβέρνηση ήδη την πρώτη εβδομάδα της ανόδου της στην εξουσία.
2ο Διότι στα ίδια πλαίσια κινδύνευε να καταστρέψει το αίτημα του λογιστικού ελέγχου του χρέους όπως και γίνεται σήμερα με τη φιέστα που εγκαινίασε με τόσο ταρατατζούμ η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Υπήρχαν δύο πιθανές εκδοχές αντιμετώπισης. Η μία αυτή που πολλοί πρότειναν και συνεχίζουμε να προτείνουμε εμείς, δηλαδή η συγκρότηση μιας επιτροπής από την ελληνική κυβέρνηση,
περιβεβλημένη με το κύρος της, η οποία να θέσει το ζήτημα των ίδιων των
μνημονιακών δανείων ως δανείων ουσιαστικά παράνομων και βλαπτικών –
όταν το ίδιο το ΔΝΤ είχε μιλήσει για τα τεράστια λάθη που είχαν
διαπράξει οι δανειστές.
Μία
τέτοια επιτροπή μετά την πραγματοποίηση των απαραίτητων ελέγχων και
ενεργειών θα μπορούσε και θα έπρεπε να φέρει το ζήτημα στους ίδιους τους
θεσμούς του ευρωκοινοβουλίου, διεκδικώντας την ακύρωση
των βλαπτικών για τον ελληνικό λαό δανείων. Αντ’ αυτού επιλέχθηκε και
δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς –όταν η γραμμή της κυβέρνησης είναι η
αποδοχή του χρέους και η διαπραγμάτευση διευκολύνσεων και μόνον–, μια
επικοινωνιακή φιέστα παράτυπη διότι δεν έχει συγκροτηθεί με κανονικές
διαδικασίες στη Βουλή και της οποίας τα αποτελέσματα όποια και να είναι,
δεν θα έχουν καμία νομική ισχύ. Έτσι, καίγεται ουσιαστικά και το ζήτημα της επιτροπής λογιστικού ελέγχου.
3ο Όπως επισημαίνουμε εδώ και χρόνια αποφασιστικό όπλο της Ελλάδας στο μπρά ντε φερ με τη γερμανική Ευρώπη είναι το ζήτημα των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.
Και το αντιμνημονιακό κίνημα και εμείς ως Άρδην κάναμε ότι μπορούσαμε
για να προβάλλουμε και να αναβαθμίσουμε το ζήτημα – και τα αποτελέσματα
ήταν σημαντικά. Ήδη η Τράπεζα της Ελλάδας και η προηγούμενη κυβέρνηση
είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει στην αποτίμηση των επανορθώσεων και του
κατοχικού δανείου και είχε ήδη συγκροτήσει και σχετική κοινοβουλευτική
επιτροπή, ενώ με την άνοδο της νέας κυβέρνησης το ζήτημα προβλήθηκε
ακόμα περισσότερο. Όμως όταν η συζήτηση γίνεται από μια κυβέρνηση
πιασμένη από το λαιμό, τότε καταλήγουμε σε απαράδεκτες δηλώσεις περί ηθικού χαρακτήρα του χρέους, όπως αυτές που έκανε ο πρωθυπουργός στο Βερολίνο.
4ο Στο ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης
της χώρας, η λογική της ταχείας ανάληψης της εξουσίας, όπου χρειάζεται
άμεσα «ζεστό χρήμα» ώστε να καλυφθούν οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της
χώρας, καταστρέφει κάθε προοπτική για ενδογενή παραγωγική
ανασυγκρότηση. Αντίθετα οδηγούμαστε σε επιστροφή στο μάνα εξ ουρανού
που περιμένουμε από τον τουρισμό, βαθαίνοντας και επιτείνοντας τον
παρασιτικό και εξαρτώμενο από έναν εξωγενή τομέα χαρακτήρα της
οικονομίας της χώρας.
Και
θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ αόριστον με όλα τα βασικά ζητήματα τα
οποία «καίει» μια τυχοδιωκτική ανάληψη της εξουσίας. Μια ανάληψη της
εξουσίας που απ’ την αναθεώρηση των συνταγματικών βάσεων του ελληνικού
κράτους που επιζητούσε το αντιμνημονιακό κίνημα κατέληξε στην εκλογή του
… Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία της Δημοκρατίας και την
ντροπιαστική παραμονή του Κατρούγκαλου στην εξουσία.
Για άλλα ζητήματα βασικού χαρακτήρα όπως η παιδεία, το μεταναστευτικό, το δημογραφικό, ας μην γίνεται καν συζήτηση γιατί είναι βέβαιο ότι η παρούσα κυβέρνηση θα είναι χειρότερη ακόμα και από τις προηγούμενες.
Τέλος,
και όχι λιγότερο σημαντικό, η προδιαγεγραμμένη αποτυχία μιας
τυχοδιωκτικού τύπου κατάληψης της εξουσίας από ένα μέρος των
αντιμνημονιακών δυνάμεων, θα έχει σαν συνέπεια το «ξέπλυμα» των
παλιότερων μνημονιακών κομμάτων, την αναβάθμιση και «ομαλοποίηση» της
παρουσίας της Χ.Α. συνεπικουρούσης και της προέδρου της Βουλής, και την
πιθανότατη ενίσχυση, ποιος ξέρει και νεκρανάσταση, των παλιών
μνημονιακών κομμάτων γιατί θα έχει αποδειχθεί πως οι αντιμνημονιακοί
είναι τα ίδια και χειρότερα με αυτούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα είχαμε δύο επιλογές. Είτε μια επιλογή κριτικής στήριξης, όπως κάναμε τους δύο πρώτους μήνα της ανόδου στην εξουσία της κυβέρνησης, παρέχοντάς της την χρονική δυνατότητα να μας εκπλήξει θετικά,
είτε την επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα, η οποία κατεδείχθη μετά
από δυόμιση μήνες παρουσίας. Η λεγόμενη «κριτική στήριξη» είναι πλέον
απολύτως αδιέξοδη διότι αφήνει το πεδίο της αντιπολίτευσης μόνο στις
κατεστημένες δυνάμεις, δηλαδή το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που
ισχυρίζονται οι επικριτές μας. Τον Σαμαρά και την ΝΔ τους ενισχύουν μόνο
όσοι της παρέχουν το μονοπώλιο της κριτικής των
πεπραγμένων της κυβέρνησης. Έτσι λοιπόν δεν ταυτιζόμαστε ούτε με την
Κυβέρνηση, ούτε με τις επικρίσεις των μνημονιακών της αντιπάλων, αλλά
αντίθετα, προσπαθούμε να προβάλλουμε μια σοβαρή αντιπολιτευτική πρόταση
που επιχειρεί μάλιστα να διασώσει –κατά το δυνατό– τα αιτήματα του
αντιμνημονιακού κινήματος.
Και
όσο για τον «ποιον υποστηρίζουμε» ανάμεσα στις δύο γραμμές που
αναδεικνύονται στο εσωτερικό της κυβέρνησης, την γραμμή «έντιμου
συμβιβασμού» των Τσίπρα– Δραγασάκη, ή της «ρήξης», Κωνσταντόπουλου–
Λαφαζάνη, είναι σαφές πως εμείς δεν «υποστηρίζουμε» καμία από τις δύο,
γιατί δεν συμφωνούμε ούτως ή άλλως με την κυβέρνηση.
Απλώς,
αντιμετωπίζοντάς τους ως μία διαφορετική από μας πολιτική πρόταση, η
στρατηγική μας συνίσταται στο να εμποδίσουμε κατά το δυνατόν να
κυριαρχήσουν οι πιο καταστροφικές επιλογές, δηλαδή εκείνες της εξόδου
από το ευρώ και την ευρωζώνη. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μέχρι τον
Νοέμβρη του 2011 ο Σαμαράς ήταν ενάντια στα μνημόνια σε αντίθεση με την
μνημονιακή Ντόρα Μπακογιάννη, προτιμούσαμε τον Σαμαρά στη ΝΔ και όχι την
Μπακογιάννη, παρότι ποτέ δεν ταυτιστήκαμε με την ΝΔ.
Έτσι
και τώρα, όντας αντίθετοι στη συνολική κυβερνητική πολιτική, προτιμούμε
προφανώς την παραμονή στην ευρωζώνη –η οποία θα επιτρέψει αύριο, την
ανατροπή πολλών από τα μνημονιακά μέτρα από ένα λαϊκό κίνημα και μια
κυβέρνηση που θα βρίσκονται σε καλύτερες συνθήκες–, από μία καταστροφική
έξοδο από το ευρώ η οποία θα έχει ανεπανόρθωτες οικονομικές και
γεωπολιτικές συνέπειες.
Όποιος
δεν το καταλαβαίνει αυτό και θέλει να αποκαλείται και πατριώτης είναι
προφανές ότι δεν έχει καταλάβει τίποτα, ή μάλλον νοιώθει κομμάτι αυτού του χώρου και άρα εμπλέκεται και στις εσωτερικές του διαμάχες και συντάσσεται είτε με τους «συμβιβαστές» είτε με τους δήθεν «ρηξιακούς»!
Εμείς
επειδή επιθυμούμε μια πραγματική ρήξη με τις μνημονιακές και
εθνομηδενιστικές ελίτ της χώρας, επιθυμούμε την διαμόρφωση ενός σοβαρού
και όχι ψευδεπίγραφου αντιμνημονιακού προγράμματος και γι’ αυτό
διατηρούμε την αυτονομία της σκέψης και της δράσης μας.
Εμείς,
επειδή έχουμε αποφασίσει πως είμαστε έξω και πέρα από αυτόν τον χώρο,
γι’ αυτό τους αντιμετωπίζουμε σαν μία ακόμα συστημική κυβέρνηση, που
μάλιστα οδηγείται σε νέο μνημόνιο, και κοιτάμε πως θα γίνει η μικρότερη
δυνατή ζημιά.
Επομένως, επιμένουμε σε μια πραγματική επιτροπή λογιστικού ελέγχου, σε μέτρα για την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, σε αντιμετώπιση του δημογραφικού και μεταναστευτικού ζητήματος, σε στοιχειοθέτηση και οικοδόμηση ενός ισχυρού κινήματος με πανευρωπαϊκές διαστάσεις για το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού χρέους,
και βεβαίως δεν ξεκινάμε φτιάχνοντας ψευδοπρογράμματα επί χάρτου και
διεκδικώντας την εξουσία όπως κάνει κάθε καρεκλορήτορας των καφενείων ή
πλέον του διαδικτύου, αλλά επιθυμούμε τη συγκρότηση ενός ισχυρού
δημοκρατικού και πατριωτικού πολιτικού πόλου που θα αντιμετωπίσει τη
δεξιά και ακροδεξιά επιστροφή που απεργάζονται έστω και αθέλητα οι κάθε
είδους τυχοδιώκτες.
9 Απριλίου 2015