Στη
μακρά σύγχρονη ιστορία μας, από την Επανάσταση του ’21 μέχρι σήμερα,
διακόσια χρόνια σχεδόν, ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της εθνικής μας
ύπαρξης έχει καταδειχθεί αναρίθμητες φορές μέσα από τον χαρακτήρα των
εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Συνήθως, εκτός από ελάχιστες ευτυχείς στιγμές, οι αντιστασιακές
δυνάμεις του ελληνισμού έμεναν χωρίς ολοκληρωμένη φωνή και πρόταση, ενώ
την πολιτική πρόταση τη διατηρούσαν τις περισσότερες φορές οι
εκσυγχρονιστές και οι οπαδοί της δυτικοφροσύνης. Έτσι, στην Επανάσταση
του ’21, από τη μία πλευρά βρισκόταν ο Κολοκοτρώνης, οι
αγωνιστές και η ορθόδοξη αντιστασιακή παράδοση που αντιστέκονταν και
πολεμούσαν χωρίς όμως να μπορούν να διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη και
συνεκτική πολιτική πρόταση, ενώ από την άλλη πλευρά οι Φαναριώτες και οι
Υδραίοι αγγλόφιλοι, με εκπρόσωπο τον Μαυροκορδάτο, διατύπωναν αυτοί την ελλείπουσα πολιτική πρόταση.
Αυτή η ιστορική πραγματικότητα αναπαριστά το ανολοκλήρωτο της εθνικής μας υπόστασης: η παράδοση και το αντιστασιακό ήθος δεν μπορούσε να παραγάγει και μία πρόταση εκσυγχρονισμού της παράδοσης, με αποτέλεσμα ο εκσυγχρονισμός να βιώνεται πάντα ως εισαγόμενος
και υποταγή. Και μόνον όταν η Επανάσταση έφτασε στο «αμήν» και
κινδύνευε να καταστραφεί, επιλέχθηκε από όλους, έστω και για λίγο, ο Ιωάννης Καποδίστριας που επιχειρούσε να συνθέσει παράδοση και εκσυγχρονισμό.
Το ίδιο συνέβη σε μια δεύτερη κομβική στιγμή της ιστορίας μας, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που συνέθεσε το αγωνιστικό ήθος του Κρητικού επαναστάτη με το όραμα της ολοκλήρωσης του ελληνισμού.
Κάτι
ανάλογο φαίνεται σήμερα να διχάζει τους Έλληνες από την αρχή της κρίσης
του 2010.
Οι φωνές εκείνες που εξέφραζαν την αντίσταση, οι
αγανακτισμένοι, οι αντιμνημονιακοί, δεν κατόρθωσαν ποτέ να δώσουν μια
συνεκτική πρόταση που να συνδυάζει αντίσταση και οραματική ρεαλιστική
πρόταση, γι’ αυτό κατέληγαν διαρκώς σε επιλογές τύπου Σπίθας, Καζάκη,
Καμμένου, Χρυσής Αυγής και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ. Οι προσπάθειες όσων από εμάς
συμμετείχαν σε αυτό το κίνημα να πραγματοποιήσουν μία σύνθεση αντίστασης
και οράματος, δυστυχώς, δεν μπόρεσαν, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να
καρποφορήσουν, με αποτέλεσμα ο ρεαλισμός και η πρόταση να εκπροσωπούνται
διαρκώς από τους ναινέκους, τους «ευρωλιγούρηδες», τους
νεοφιλελεύθερους.
Για μια ακόμα φορά,
δηλαδή, ξετυλίχθηκε το δράμα που διατρέχει όλη τη σύγχρονη ιστορία του
ελληνισμού, δράμα που μπορεί να φτάσει τόσο πίσω, μέχρι την ίδια την
αντιπαράθεση ενωτικών-ανθενωτικών, πριν από την άλωση της
Κωνσταντινούπολης. Και μόνον τις ελάχιστες στιγμές που ο ελληνισμός
είναι ισχυρός, όπως στην περίοδο 1909-1920, κατόρθωσε να εκφραστεί
ηγεμονικά αυτή η συνθετική πρόταση.
Στις άλλες περιόδους, δυστυχώς, κυριαρχούσε αυτό το δίπολο,
που οδηγούσε πάντα και σε εμφυλίους, τις περισσότερες φορές με
προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμα, την ήττα των δυνάμεων της αντίστασης, οι
οποίες δεν είχαν σχέδιο και πρόταση. Εμφύλιος του ’21, που οδήγησε στο κρατίδιο των Αθηνών και την ακύρωση της απελευθέρωσης ενός μεγάλου μέρους του ελληνισμού, εμφύλιος το 1944,
που οδήγησε σε μεγάλες καταστροφές τη χώρα, απώλεια της Κύπρου και
κυριαρχία μιας φασίζουσας δεξιάς. Έτσι, η ψυχοσύνθεση του νεώτερου
Έλληνα συγκροτήθηκε με βάση αυτό το αντιφατικό δίπολο, η
αντιστασιακή ψυχή από τη μία και ο εκσυγχρονιστικός νους και λογική,
από την άλλη, που οδηγεί διαρκώς σε αδιέξοδα και νέους εμφυλίους.
Έτσι
και σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την καθόλου τυχαία συνεπικουρία
της Χρυσής Αυγής, αναπαράγει αυτό το ιστορικό αδιέξοδο. Εξ αιτίας της
ανικανότητάς της να προτείνει μια συνεκτική, εφαρμόσιμη και ταυτόχρονα
οραματική πρόταση και να την θέσει σε εφαρμογή, οδηγείται σε μια φυγή
προς τα εμπρός. Φυγή που τροφοδοτεί εκ νέου το εμφυλιοπολεμικό δίπολο
που περιγράψαμε, ενώ αναδεικνύει και πάλι στο προσκήνιο τις «δυνάμεις
της λογικής». Αυτούς που, τα προηγούμενα χρόνια, με τον καταστροφικό
ενδοτισμό τους, είχαν οδηγήσει το εκκρεμές του ψυχισμού των Ελλήνων από
τη λογική της υποταγής στην ασύντακτη αντίσταση της καταστροφής. Σήμερα,
εκ του αντιθέτου, οι καταστροφές που θα προκαλέσουν οι γιαλατζί
αντιστασιακοί του ΣΥΡΙΖΑ στο αυθεντικό αντιστασιακό αίσθημα του λαού θα
είναι ανυπολόγιστες. Θα επαναφέρουν σαρωτικά στο προσκήνιο τους
ενδοτικούς.
Εμείς, παρόλα ταύτα, όλα
τα προηγούμενα χρόνια, είχαμε επιλέξει το στρατόπεδό μας, παρά τις
αδυναμίες του. Δεν επιλέξαμε τη λογική του Πόντιου Πιλάτου και του
«μεσαίου χώρου». Επιλέξαμε το στρατόπεδο της αντίστασης,
διότι θεωρούμε πως αυτή πρέπει να είναι η αφετηρία, μόνο που
ταυτόχρονα, επίμονα, ασταμάτητα, επιχειρούμε να το μπολιάσουμε με μια
συνεκτική πρόταση και όραμα. Δεν επιδιώκουμε να «γεφυρώσουμε» τις
διαφορές, αλλά να εξαφανίσουμε τις προϋποθέσεις τους,
δηλαδή να προσδώσουμε εκσυγχρονιστικό όραμα στη λογική της αντίστασης,
έτσι ώστε να ενσωματώσει όσες δυνάμεις και ανθρώπους, μπροστά στο
«μπάχαλο» στο οποίο καταντάει η ασύντακτη αντίσταση, καταφεύγουν συχνά
στους ψευδοεκσυγχρονιστές. Στην Ελλάδα, ένας και μόνο αυθεντικός
εκσυγχρονισμός χωράει, ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης, γι’ αυτό και ξεκινάμε από αυτήν την τελευταία.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, αρνούμαστε τη λογική του εμφυλίου,
έχουμε κατανοήσει πως η λύση του ελληνικού δράματος προϋποθέτει την
άρση αυτής της αντίφασης. Εξάλλου, όλα τα τελευταία χρόνια, μιλούσαμε
πάντα για άρση της αντίθεσης αριστεράς-δεξιάς,
η οποία διχάζει εδώ και εβδομήντα χρόνια τον ελληνικό λαό. Και καθόλου
τυχαία, όλοι οι μηχανισμοί και μικρομηχανισμοί κομμάτων και κομματιδίων,
προκειμένου να διατηρούν την ηγεμονία τους πάνω στον ελληνικό λαό,
πλειοδοτούν και τροφοδοτούν αδιάκοπα αυτά τα βαθιά ριζωμένα στον
ανολοκλήρωτο εθνικό χαρακτήρα μας εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα.
Για
να το κάνουμε αυτό, όμως, έπρεπε να απελευθερωθούμε οι ίδιοι από αυτόν
τον διχασμό και να συνθέσουμε, έστω σε ένα μικρό επίπεδο, έστω και στην
προσωπική μας ζωή, αντίσταση και όραμα, παράδοση και εκσυγχρονισμό,
προτείνοντας ακριβώς τον εκσυγχρονισμό της δικής μας παράδοσης.
Γι’
αυτούς τους λόγους και παρ’ ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία βίαιη
αντιπαράθεση με την παρέα των δυτικολάγνων εκσυγχρονιστών του ΣΥΡΙΖΑ,
οι οποίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη θεμελιώδη αντίθεση του
ελληνισμού με τους δυτικοευρωπαίους αποικιοκράτες, δεν ταυτίζουμε αυτό
το ανολοκλήρωτο και συναισθηματικό ΟΧΙ τόσων τίμιων
ανθρώπων με τα παιχνίδια του Τσίπρα και της παρέας του, ούτε από την
άλλη πλευρά μπορούμε να ταυτιστούμε με το ενδοτικό στρατόπεδο της
«λογικής». Γι’ αυτό και, πιστοί στη βασική επιδίωξή μας, δηλαδή την άρση
του διχασμού συναισθήματος και λογικού, αντίστασης και ρεαλισμού,
αρνούμαστε να συνταχθούμε με το ένα ή το άλλο μέρος της ψυχής μας και
της ιδιοσυστασίας μας. Γιατί αυτό θα σήμαινε πάλι έναν νέο εμφύλιο και
μια νέα καταστροφή.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν επισημαίνουμε τις ευθύνες των μεν και των δε κάθε φορά. Όταν στην κυβέρνηση βρίσκονταν ο ΓΑΠ, ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος,
στρέφαμε τα κύρια βέλη μας ενάντια σε αυτούς που, με το πρόσχημα του
ρεαλισμού, τροφοδοτούσαν την υποταγή. Αντίστοιχα σήμερα, τα στρέφουμε
ενάντια σε εκείνους που, από την άλλη πλευρά της όχθης, έχουν αναλάβει
την καταστροφική ολοκλήρωση του έργου των πρώτων με έωλα
ψευδο-αντιστασιακά διλήμματα. Και, επομένως, αποτελεί παραπλανητικό
επιχείρημα και προσπάθεια συγκάλυψης η αναφορά σήμερα, πρωταρχικά, στις
ευθύνες του Βενιζέλου ή του Σαμαρά. Σήμερα δεν μπορούμε παρά να μιλάμε,
πριν από όλους, για τον Τσίπρα, διότι αυτός κυβερνάει.
Εμείς
έχουμε καταδείξει αναρίθμητες φορές ότι και οι μεν και οι δε
εκμεταλλεύονται αυτόν τον διφυή και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του ψυχισμού
και της εθνικής μας υπόστασης, ενώ ανήκουν στην ίδια και ενιαία τάξη των
επαγγελματιών πολιτικών, στην ίδια και ενιαία τάξη που ηγεμονεύει το
πολιτικό, πνευματικό και μηντιακό σκηνικό, στην ίδια και ενιαία τάξη που
τραβάει τον ελληνισμό βαθιά μέσα στο χώμα. Εξάλλου, σε βασικά ζητήματα
που αφορούν την επιβίωση αυτού του λαού και του έθνους, οι θέσεις τους
είναι ταυτόσημες. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Ντόρα Μπακογιάννη από κοινού
στήριζαν το σχέδιο Ανάν, από κοινού μιλάνε για ελληνοτουρκική φιλία, από
κοινού προωθούν την υποταγή της Θράκης, το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια
κ.λπ. κ.λπ.
Γι’ αυτό λοιπόν και δεν
θα μπούμε στο παιχνίδι τους, ούτε θα τροφοδοτήσουμε για άλλη μια φορά τη
λογική του εμφυλίου: παρ’ ότι λοιπόν επαναλαμβάνουμε ότι η βασική ευθύνη, αυτή τη στιγμή, ανήκει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επειδή η συνολική
ευθύνη για το αδιέξοδο της χώρας βαρύνει και τους υπολοίπους, και
βεβαίως τους Γερμανούς εταίρους του κ. Τσίπρα (ας θυμηθούμε τις αγκαλιές
με την Άνγκελα), γι’ αυτό και θα μείνουμε έξω από το παιχνίδι τους και
ελπίζουμε πως πολλοί Έλληνες ακόμα θα αρνηθούν να μπουν στο παιχνίδι
στο οποίο μας βάζει ο ανίκανος πρωθυπουργός και η παρέα του και ότι το
εγχείρημά τους θα καταρρεύσει πριν καν ολοκληρωθεί.
Υστερόγραφο 1:
Είναι ανάγκη άραγε να υπενθυμίσω πως «Όχι στον πόλεμο», «Ὁχι στους
Αγγλογάλλους» και «Οίκαδε» φώναζαν μαζί οι βασιλικοί «γερμανοτσολιάδες»,
το 1920, και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας; Είναι ανάγκη ακόμα να
θυμίσω πως η συνέπεια αυτού του «υπερήφανου Όχι», υπήρξε τότε ο
οριστικός ενταφιασμός της ολοκλήρωσης του ελληνισμού;
Υστερόγραφο 2:
Είναι άραγε ανάγκη να υπενθυμίσω πως μια από τις βασικές αιτίες που μου
προκαλούν μεγάλη ανησυχία και αποστροφή για οποιαδήποτε συναίνεση στο
εκβιαστικό δημοψήφισμα είναι η συμπαράταξη Τσίπρα-Καμμένου-Μιχαλολιάκου,
η οποία μου υπομνύει την ανάλογη συμπαράταξη του 1920, παρότι βέβαια
απέναντί τους δεν βρίσκεται ο… Βενιζέλος αλλά ο Σαμαράς; Το τελευταίο
γεγονός, δηλαδή το μέγεθος των πρωταγωνιστών, προσμετρά απλώς την
έκπτωση του ελληνισμού και όχι την πραγματικότητα της συμπαράταξης αυτών
των ετερόκλιτων εταίρων.
Υστερόγραφο 3:
Με βάση αυτή την τοποθέτησή μου, καλώ εξάλλου όλους τους φίλους, που
δείχνουν μια πραγματική αγωνία για την τύχη του τόπου και δεν κινούνται
από ταπεινά ελατήρια μικροσυμφερόντων, να χαμηλώσουν τους τόνους των
αντιπαραθέσεων γιατί πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο
πλευρές του συλλογικού εαυτού μας, και να αναζητήσουν την έξοδο σε μια
νέα συνθετική πρόταση. Μια πρόταση η οποία απορρίπτει και το
ψευδεπίγραφο όχι των ΣΥΡΙΖΟΑΝΕΛ και των Χρυσαυγιτών και το ναι στον Σόιμπλε, το οποίο έξαλλου οι ίδιοι επέλεξαν να μας θέσουν ως εναλλακτική λύση.
Υστερόγραφο 4: Προπαντός
δε το κύριο μέλημα μας είναι ένα και βασικό. Κάποτε να νικήσουμε στην
αντίστασή μας. Γιατί ο τόπος μας δεν έχει αλλά περιθώρια, ανθρώπινα,
δημογραφικά, γεωπολιτικά για ήττες. Αντίσταση και νίκη λοιπόν. Ο Αχιλλέας μαζί με τον Οδυσσέα.