Ο πόλεμος που χάθηκε, οι μάχες που έρχονται
Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Εν τέλει, η τελευταία στρατιά του Έλληνα Μπρανκαλεόνε ηττήθηκε, όπως ήταν προβλεπόμενο, στη σύγκρουση με τους σιδερόφραχτους τεύτονες ιππότες. Ο πόλεμος κράτησε πεντέμισι χρόνια. Και υπήρξε ένας πόλεμος ενός αποδυναμωμένου από την παρασιτική “ευρωστία της σαρκός” ελληνικού λαού με το παγκόσμιο σύστημα και τον τοπικό του εκπρόσωπο, την τευτονική Ευρώπη. Μέσα σε έξι χρόνια, μέχρι το τέλος του 2015, η Ελλάδα θα έχει χάσει το 30% του εθνικού της εισοδήματος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα έχουν εξαθλιωθεί και εκατομμύρια θα έχουν χάσει τη δουλειά τους ή τον τρόπο της ζωής τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο όρος πόλεμος ανταποκρίνεται απολύτως στις περιστάσεις και την έκταση της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής.
Το ότι σήμερα θεωρώ ότι ένας πόλεμος τελείωσε και τον έχουμε χάσει συνάγεται από πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Κατ’ αρχάς μπήκαμε σε αυτόν υπονομευμένοι από τον οικονομικό παρασιτισμό και την πνευματική μας παρακμή, από την προδοσία των ελίτ κάθε είδους, και προπαντός της πολιτικής «τάξης». Μπήκαμε σε αυτόν αφού πρώτα είχαμε χάσει την παραγωγή και το παραγωγικό μας ήθος, αφού είχαμε απολέσει εν πολλοίς την ιδιοπροσωπία μας και την αίσθηση του συνανήκειν σε ένα συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, βρεθήκαμε σ’ αυτόν χωρίς τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης (αυτού του περιβόητου plan B), πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, από τη νεοθωμανική Ανατολή και τη νεοτευτονική Ευρώπη.
Και αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα ήρθαν να επιδεινωθούν δραματικά από τις συμπεριφορές των πολιτικών ηγεσιών, που επί σαράντα χρόνια διαβουκολούν τον ελληνικό λαό.
Το ότι σήμερα θεωρώ ότι ένας πόλεμος τελείωσε και τον έχουμε χάσει συνάγεται από πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Κατ’ αρχάς μπήκαμε σε αυτόν υπονομευμένοι από τον οικονομικό παρασιτισμό και την πνευματική μας παρακμή, από την προδοσία των ελίτ κάθε είδους, και προπαντός της πολιτικής «τάξης». Μπήκαμε σε αυτόν αφού πρώτα είχαμε χάσει την παραγωγή και το παραγωγικό μας ήθος, αφού είχαμε απολέσει εν πολλοίς την ιδιοπροσωπία μας και την αίσθηση του συνανήκειν σε ένα συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, βρεθήκαμε σ’ αυτόν χωρίς τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης (αυτού του περιβόητου plan B), πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, από τη νεοθωμανική Ανατολή και τη νεοτευτονική Ευρώπη.
Και αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα ήρθαν να επιδεινωθούν δραματικά από τις συμπεριφορές των πολιτικών ηγεσιών, που επί σαράντα χρόνια διαβουκολούν τον ελληνικό λαό.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος αποτελεί στοιχείο της συνολικής παρακμής, αλλά έχει και έναν αυτόνομο χαρακτήρα που συνέβαλε στην επιδείνωσή της. Δηλαδή, ο παρασιτικός χαρακτήρας του σύγχρονου ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού οικοδομήματος, στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ, παρήγαγε ηγεσίες διεφθαρμένες (στην περίπτωση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ) ή απολύτως δημοκοπικές και ανίκανες, όπως εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Το γεγονός δηλαδή ότι, όταν άρχισε η κρίση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, βρέθηκε η έσχατη φιγούρα της παρακμής και της βλακείας αντικατοπτρίζει την παρακμή ενός κόμματος που ήρθε από τη μεταπολίτευση να ηγεμονεύσει την ελληνική, κοινωνική και πολιτική ζωή, και να αναπαράγει τον εαυτό του στην εξουσία διαφθείροντας σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού σώματος. Ο μεγάλος αντίπαλός του, η Ν.Δ., από εκφραστής μιας εγχώριας, έστω και ενδοτικής αλλά υπαρκτής, αστικής τάξης, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβλήθηκε σε ένα αδειανό κόμμα ενός εκφυλισμένου καταναλωτικού και παρασιτικού αστισμού, χωρίς κανένα σχέδιο και πρόταγμα για τη χώρα. Τέλος, η ψευδωνύμως «πρώτη φορά αριστερά» αποτελούσε το πνευματικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό καρύκευμα του μεταπολιτευτικού κόσμου που, στις συνθήκες της κρίσης, από ιδεολογική έκφραση του κυρίαρχου μηδενιστικού παρασιτισμού, μεταβλήθηκε σε ηγεμονικό πολιτικό κόμμα.
Η αλληλοδιαδοχή και των τριών αυτών δυνάμεων στην ηγεσία της χώρας, αυτά τα κρίσιμα χρόνια, η οποία θα καταλήξει εντός των ημερών στην από κοινού διακυβέρνηση της χώρας, ολοκληρώνει με κωμικοτραγικό τρόπο αυτό που ο ελληνισμός και ο λαός βιώνουν αποκλειστικά με τραγικό και δραματικό τρόπο. Οι τρεις αυτοί πυλώνες της μεταπολίτευσης θα βρεθούν στο τέλος αγκαλιασμένοι, αφού πρώτα έχασαν, τη μία μετά την άλλη, τις μάχες της ανάταξης και της αξιοπρέπειας της χώρας.
Και το ερώτημα που μπαίνει σε όλους μας, και στον ελληνικό λαό, είναι τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε, κάτω υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ο ένας δρόμος, εκείνος του δημοκοπικού περιθωρίου, είναι να συνεχίσουμε σε μία κραυγαλέα επίκληση νέων δυνάμεων (ποιών άραγε, των χρυσαυγιτών;) ώστε να συνεχίσουμε μέχρι τελικής μας εξοντώσεως έναν ήδη χαμένο πόλεμο που θα μετατραπεί σε εμφύλιο, ή ο δρόμος της εξόδου, οριστικής, από την εποχή του χαμένου πολέμου και της οικοδόμησης μιας «μεταπολεμικής», δηλαδή ριζικά μετα-μεταπολιτευτικής, πρότασης, ώστε να κερδίσουμε τον νέο μεγαλύτερο πόλεμο για τη σωτηρία του τόπου, που βρίσκεται μπροστά μας. Έχοντας αναγνωρίσει τις αδυναμίες και τα στοιχεία που μας οδήγησαν σε μια αναπόδραστη ήττα, να παρέμβουμε στη θεραπεία και την ανάταξή τους.
Αν δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, το επόμενο στάδιο του πολέμου είναι η μετατροπή του σε εμφύλιο πόλεμο. Από τη στιγμή και πέρα που οι βασικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποδείχθηκαν ανίκανες να τον ολοκληρώσουν με νικηφόρο τρόπο, δεν μένει, αν δεν εξέλθουμε από τα πεδία των περασμένων μαχών, παρά να στραφούμε υποχρεωτικά στην ανθρωποφαγία και τον εμφύλιο.
Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως οι ΑΝΕΛ) αποτέλεσαν την τελευταία ελπίδα του ελληνικού λαού για την αντιμετώπιση της μνημονιακής απειλής και γι’ αυτό υποσχέθηκαν την έξοδο (ηρωική και τελεσίδικη από την εποχή των μνημονίων) και τη φαντασιακή είσοδο και πάλι σε μια εποχή πλησμονής και ευωχίας. Επειδή όμως αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι φαντασιακή και μόνο, θα προσέκρουε αναπόφευκτα στον τοίχο της πραγματικότητας, όπως αυτός αναδείχθηκε στο τέλος της διαδρομής, μέσα από τις κλειστές τράπεζες και την απειλή κατάρρευσης ολόκληρου του παρασιτικού οικονομικού μας οικοδομήματος. Έτσι, και οι αντιμνημονιακοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ένα νέο εξίσου βαρύ ή βαρύτερο μνημόνιο και να μπουν στον δρόμο ενός καινούργιου δανεισμού και νέων δεσμών για τη χώρα. Ο κύκλος είχε πλέον κλείσει. Ξεκίνησε με τις δύο «υπερδυνάμεις» του πολιτικού συστήματος, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, και ολοκληρώθηκε με τον ιδεολογικό εκφραστή του μηδενιστικού παρασιτισμού, την αριστερά και τους «αντιμνημονιακούς». Το ίδιο είχε συμβεί εν μέρει και με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, η οποία είχε απορρίψει το πρώτο μνημόνιο, που είχε υπογράψει μόνο του το ΠΑΣΟΚ. Το δεύτερο μνημόνιο το υπέγραψαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ένα τμήμα της αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ, και το ΛΑΟΣ. Τέλος, το τρίτο μνημόνιο το φέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ και το συνυπογράφουν η Ν.Δ. και τα υπολείμματα της κεντροαριστεράς. Δηλαδή το πολιτικό σύστημα στις βασικές του συνιστώσες έχει αποδεχθεί και έχει υπογράψει την ήττα. Και αυτή η ήττα έλαβε τις πιο δραματικές διαστάσεις μέσα από την αστραπιαία (μέσα σε έξι μήνες και, στην τελευταία φάση, μέσα σε μία βδομάδα) μεταβολή του αντιμνημονιακού ΟΧΙ σε μνημονιακό ΝΑΙ. Ήταν κυριολεκτικά η μάχη της Μελούνας για το πολιτικό σύστημα.
Ωστόσο, αν μείνουμε μόνο στο πολιτικό σύστημα και τις ευθύνες του, έχουμε περιγράψει ένα κομμάτι της αλήθειας και ίσως το μικρότερο. Και κινδυνεύουμε να πέσουμε στην εμφυλιοπολεμική ρητορεία της δημοκοπίας, εκείνων που διαχωρίζουν το λαϊκό σώμα και τη χώρα από τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Και όμως, τον πόλεμο δεν τον έχασαν μόνον οι «στρατηγοί», δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, αλλά τον έχασε ο ίδιος ο λαός και η ίδια η χώρα. Ο ΓΑΠ, ο Σαμαράς και κατεξοχήν ο Τσίπρας, αποτελούν όψεις του συλλογικού μας εαυτού, αντανακλάσεις της δικής μας ιδιοσυστασίας και παθογένειας. Όχι προφανώς με την έννοια του «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά με εκείνη την αλήθεια, πως οι λαοί και οι στρατοί έχουν τις ηγεσίες που τους ταιριάζουν. Τον ΓΑΠ τον ανέδειξε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ένας τεράστιος αριθμός συμπολιτών μας, που τον ψήφισε αγεληδόν στις εσωκομματικές ψηφοφορίες του ΠΑΣΟΚ (ανάμεσά τους και άνθρωποι με υψηλό πνευματικό μορφωτικό και ηθικό επίπεδο). Ο Αντώνης Σαμαράς υπήρξε η καλύτερη δυνατή επιλογή από τις δύο και μόνον(!) που τέθηκαν στην κρίση των ψηφοφόρων της Ν.Δ. (δηλαδή του ιδίου και της Ντόρας Μπακογιάννη). Τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας, ένας νεαρός δημαγωγός, ικανός αποκλειστικά για επικοινωνιακά τρικ και ανίκανος για συγκεκριμένο έργο, όχι μόνον μεταβλήθηκε στον εκλεκτό του ελληνικού λαού, αλλά ακόμα και στο τέλος του σάλτο μορτάλε των έξι μηνών της εξουσίας του, με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, υπήρξε για μία ακόμα φορά ο εκλεκτός του ελληνικού λαού.
Τόσες πολλές συμπτώσεις δεν είναι δυνατόν να είναι τυχαίες. Αντανακλούν αντίθετα την ποιότητα και το δυναμικό των κοινωνικών τάξεων, την ποιότητα του συλλογικού υποσυνείδητου, εν τέλει τη συλλογική μας παρακμή.
Κατά συνέπεια, μετά τη διαδοχική αποτυχία των τριών «στρατηγών» μας, πρέπει να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα όχι μόνο για τους στρατηγούς αλλά και για τον στρατό τους, την επιμελητεία του και το στρατηγικό βάθος στο οποίο στηρίζεται.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε στην προηγούμενη αυταπάτη, τότε το επόμενο βήμα είναι ένας λιγότερο ή περισσότερο ανοικτός εμφύλιος. Αυτός, που για πρώτη φορά διεγράφη απειλητικά στον ορίζοντα του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος. Ποτέ άλλοτε στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων δεν ήταν τόσο βαθύς και μαζικός ο διαχωρισμός και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Παρέες, οικογένειες, σύλλογοι, χωριά, γειτονιές, συλλογικά υποκείμενα κάθε είδους, διαιρέθηκαν σε ακραίο βαθμό μέσα από αυτό το δημοψήφισμα. Αρκεί να δει κανείς το ύφος και τους τόνους των διαδικτυακών διαμαχών την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Επρόκειτο για ένα σήμα κινδύνου. Ο ελληνικός λαός, μπρος στο αδιέξοδο του πολέμου με τους εξωτερικούς «αντιπάλους» δανειστές, στράφηκε, με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, ο ένας ενάντια στον άλλον (διότι, όπως είπε ο εγγονός ενός… στρατηγού του εμφυλίου ονόματι… Τσακαλώτος, μια και δεν μπορούσαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία γιατί θα έπεφτε η κυβέρνηση, κηρύξαμε δημοψήφισμα!). Αυτή είναι πάντα η διαλεκτική του εμφύλιου. Να στρέψεις μια αδιέξοδη εξωτερική σύγκρουση σε εσωτερική διαμάχη. Και εξακολουθούν να υπάρχουν καλοθελητές που επιθυμούν να τον πυροδοτήσουν. Όλοι εκείνοι που θα κραυγάζουν τώρα ενάντια στην «προδοσία» του Τσίπρα, ξεχνώντας πως αυτή υπήρξε απλώς η αναπόδραστη συνέπεια ενός τυχοδιωκτικού σάλτο μορτάλε προς την εξουσία. Η «προδοσία» είναι πάντοτε η απόληξη του τυχοδιωκτισμού. Κατά συνέπεια, η ευθύνη πρέπει να ανευρεθεί στο αρχικό διάβημα και όχι στην τέλος του. Η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας με ψεύδη (τα 12 δισεκατομμύρια της Θεσσαλονίκης), κομπίνες (η εξαπάτηση του Κουβέλη και η απάτη Χαϊκάλη) και πριν απ’ όλα η τυχοδιωκτική διεκδίκηση της «κυβερνώσας αριστεράς», είναι οι βασικοί υπαίτιοι της «προδοσίας» και όχι βέβαια η αθέτηση υποσχέσεων που ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Δεν πρόκειται για «προδοσία» αλλά για απλή εξαπάτηση. Η καταγγελία της «προδοσίας», από δυνάμεις που δεν βρίσκονται σε κανέναν από τους τρεις πυλώνες του πολιτικού συστήματος, αλλά εντοπίζονται είτε στη ναζιστική Χ.Α., που απειλεί με μία μαζική επιστροφή, είτε σε σταλινικά και σχιζοειδή τμήματα της αριστεράς, από τον Λαφαζάνη και την Ανταρσύα έως τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, μπορεί να οδηγήσει σε μία πυροδότηση νέων αδιέξοδων αγώνων οπισθοφυλακής, που θα στρέφονται κατεξοχήν στο εσωτερικό μέτωπο, άρα προς την εμφύλια διαμάχη, μια και θα είναι αδύνατο να πλήξουν τους εξωτερικούς αντιπάλους.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Να αποδεχθούμε τη συγκυβέρνηση του φθαρμένου πολιτικού συστήματος; Αυτό το ερώτημα θέτουν σήμερα και θα το θέτουν όλο και πιο επιτακτικά πάρα πολλοί Έλληνες.
Κατ’ αρχάς, αυτά τα κόμματα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος εκπροσωπούν εκλογικά το 90% περίπου των ψηφοφόρων (και, σε ό,τι αφορά τα μνημονιακά κόμματα, έλαβαν το 40% περίπου των ψήφων), κατά συνέπεια δεν μπαίνει κάποιο ζήτημα για το αν θα «επιτρέψουμε» μία συγκυβέρνηση Τσίπρα, Ν.Δ., Ποταμιού, ΠΑΣΟΚ, πιθανώς και ΑΝΕΛ, διότι αυτή αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των βουλευτών του κοινοβουλίου. Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, μια και όλοι πλέον έχουν υπογράψει τη συνθηκολόγηση, είναι δουλειά τους να αναλάβουν και τη διευθέτηση του πεδίου μετά τη μάχη. Ας κάνουν λοιπόν κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, ειδικού σκοπού, διευρυμένης πλειοψηφίας κ.λπ. κλπ. ή ό,τι άλλο τους φωτίσει ο Κύριος, η κα Μέρκελ, ο κ. Ολάντ και ο κ. Ομπάμα. Πρόκειται δυστυχώς για τη μοναδική δυνατότητα διακυβέρνησης που διαθέτει η χώρα σήμερα.
Όσο για μας, που δεν μετείχαμε ούτε μετέχουμε σε αυτό το πολιτικό σύστημα, καθώς και για ένα αυξανόμενο μέρος του ελληνικού λαού που αποκολλάται ή θα αποκολληθεί από αυτό, θα πρέπει να θέσουμε αλλού το πεδίο της αντιπαράθεσης. Στο πώς θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να μην ολοκληρωθεί η καταστροφή της χώρας μετά τον χαμένο πόλεμο. Δηλαδή, πώς, μέσα από τα αποκαΐδια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα αναδυθεί ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό πρόταγμα που θα θέσει ως κύριο πρόβλημα όχι πλέον την επιστροφή στον ξεπερασμένο «μνημονιακό» πόλεμο αλλά στην αναγέννηση της χώρας από την πολύμορφη παρακμή της.
Πώς θα παρέμβουμε και τι προτάσεις θα προβάλουμε, και στην κοινωνία και στους θεσμούς, για το δημογραφικό ζήτημα, για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης, για την ανατροπή του εκπαιδευτικού εθνομηδενισμού, που κατατρώει τη συνοχή της κοινωνίας, για την ανασυγκρότηση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, για την αποκέντρωση και την υπέρβαση του αθηνοκεντρισμού, για τη δημιουργία δομών αλληλεγγύης, συνεταιρισμών κλπ., κλπ. Πώς θα αποκρούσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό και την επιστροφή ενός νέου σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, πώς θα ενισχύσουμε την ελληνικότητα της Θράκης, πώς θα απαντήσουμε στην ανεργία και τη φυγή των νέων και, πριν απ’ όλα, σε μια μεγάλη πνευματική επανάσταση που θα επανορίσει τη σχέση ανάμεσα στην εθνική μας ιδιοπροσωπία, την Ευρώπη και τον κόσμο. Σε αυτούς τους τομείς μπορεί και πρέπει να δοθεί ο μόνος πόλεμος που αξίζει να δώσουμε. Οι υπόλοιποι είναι πόλεμοι του περιθωρίου ή στη χειρότερη περίπτωση του εμφυλίου.
Η μνημονιακή «εξημέρωση» του κου Τσίπρα, από την φίλη του Άνγκελα, πρέπει να αποτελέσει το ορόσημο για την υπέρβαση της αδιέξοδης εσωτερικής διαμάχης αντιμνημονιακών-μνημονιακών, και τη μετάβαση σε μια νέα δημιουργική αντιπαράθεση, ανάμεσα σε ένα νέο πρόταγμα ενδογενούς εκσυγχρονισμού της χώρας και τους εκπροσώπους του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που προτάσσουν τη σωτηρία της χώρας, απέναντι στον κίνδυνο διάλυσης που αφήνει πίσω του ο χαμένος πόλεμος των μνημονίων. Γιατί γνωρίζουμε πως η αποδυνάμωση της χώρας μας θα ανοίξει νέους τεράστιους κινδύνους, παραπέρα παραγωγικής αποδιάρθρωσης και ξεπουλήματος του πλούτου της χώρας, καθώς και νέων μεγάλων εθνικών κινδύνων – δημογραφικό, μεταναστευτικό, Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη κ.λπ.
Μία νέα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση διατέμνει κάθετα τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν και οι λαϊκές δυνάμεις που στο δημοψήφισμα ψήφισαν, ΟΧΙ, ΝΑΙ ή ΑΠΟΧΗ/ΛΕΥΚΟ, ώστε να μη στραφούν στη σύγκρουση μεταξύ τους για το «ποιος έφταιγε». Έφταιγε το στραβό μας το κεφάλι και οι ηγεσίες που προκρίναμε. Και επειδή δεν υπάρχουν διαμορφωμένες πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάβουν να εκφράσουν αυτό το νέο κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα, σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν κυρίως δυνάμεις της «κοινωνίας των πολιτών», σύλλογοι, σωματεία, δήμοι και δημοτικές κινήσεις, ενώσεις πολυτέκνων και συνεταιρισμοί, κινήσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης, οικολογικές κινήσεις και σύλλογοι διατήρησης της λαϊκής κληρονομιάς, ομάδες και κινήσεις αλληλεγγύης και οικονομικής αλληλοβοήθειας, που αναδύθηκαν την προηγούμενη περίοδο, κινήσεις του απόδημου ελληνισμού, όλοι αυτοί σε ένα ευρύ μέτωπο της κοινωνίας και του ελληνισμού, για τη σωτηρία του τόπου.
Από την κοινωνική βάση και πάλι, όπως πριν πέντε χρόνια με τους αγανακτισμένους, όχι όμως φύρδην-μίγδην, αλλά από χώρους συγκροτημένους στη λογική της οικοδόμησης και των θετικών προτάσεων και όχι της άρνησης και της καταγγελίας, που μπόρεσαν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για μουσολινίσκους και πολιτικούς τυχοδιώκτες.
Να αφήσουμε πίσω μας οριστικά τον πόλεμο που τελείωσε, αφού βέβαια έχουμε συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα –για τα οποία, παρεμπιπτόντως, έχουμε καταβάλει τα πιο ακριβά «δίδακτρα»– και να περάσουμε σε μια νέα «τιτανομαχία» για τη σωτηρία του λαού και της χώρας μας, στην αυθεντική «μητέρα των μαχών».
Bye-Bye Gianis, Bye-Bye Alexis.
Η αλληλοδιαδοχή και των τριών αυτών δυνάμεων στην ηγεσία της χώρας, αυτά τα κρίσιμα χρόνια, η οποία θα καταλήξει εντός των ημερών στην από κοινού διακυβέρνηση της χώρας, ολοκληρώνει με κωμικοτραγικό τρόπο αυτό που ο ελληνισμός και ο λαός βιώνουν αποκλειστικά με τραγικό και δραματικό τρόπο. Οι τρεις αυτοί πυλώνες της μεταπολίτευσης θα βρεθούν στο τέλος αγκαλιασμένοι, αφού πρώτα έχασαν, τη μία μετά την άλλη, τις μάχες της ανάταξης και της αξιοπρέπειας της χώρας.
Και το ερώτημα που μπαίνει σε όλους μας, και στον ελληνικό λαό, είναι τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε, κάτω υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ο ένας δρόμος, εκείνος του δημοκοπικού περιθωρίου, είναι να συνεχίσουμε σε μία κραυγαλέα επίκληση νέων δυνάμεων (ποιών άραγε, των χρυσαυγιτών;) ώστε να συνεχίσουμε μέχρι τελικής μας εξοντώσεως έναν ήδη χαμένο πόλεμο που θα μετατραπεί σε εμφύλιο, ή ο δρόμος της εξόδου, οριστικής, από την εποχή του χαμένου πολέμου και της οικοδόμησης μιας «μεταπολεμικής», δηλαδή ριζικά μετα-μεταπολιτευτικής, πρότασης, ώστε να κερδίσουμε τον νέο μεγαλύτερο πόλεμο για τη σωτηρία του τόπου, που βρίσκεται μπροστά μας. Έχοντας αναγνωρίσει τις αδυναμίες και τα στοιχεία που μας οδήγησαν σε μια αναπόδραστη ήττα, να παρέμβουμε στη θεραπεία και την ανάταξή τους.
Αν δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, το επόμενο στάδιο του πολέμου είναι η μετατροπή του σε εμφύλιο πόλεμο. Από τη στιγμή και πέρα που οι βασικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποδείχθηκαν ανίκανες να τον ολοκληρώσουν με νικηφόρο τρόπο, δεν μένει, αν δεν εξέλθουμε από τα πεδία των περασμένων μαχών, παρά να στραφούμε υποχρεωτικά στην ανθρωποφαγία και τον εμφύλιο.
Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως οι ΑΝΕΛ) αποτέλεσαν την τελευταία ελπίδα του ελληνικού λαού για την αντιμετώπιση της μνημονιακής απειλής και γι’ αυτό υποσχέθηκαν την έξοδο (ηρωική και τελεσίδικη από την εποχή των μνημονίων) και τη φαντασιακή είσοδο και πάλι σε μια εποχή πλησμονής και ευωχίας. Επειδή όμως αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι φαντασιακή και μόνο, θα προσέκρουε αναπόφευκτα στον τοίχο της πραγματικότητας, όπως αυτός αναδείχθηκε στο τέλος της διαδρομής, μέσα από τις κλειστές τράπεζες και την απειλή κατάρρευσης ολόκληρου του παρασιτικού οικονομικού μας οικοδομήματος. Έτσι, και οι αντιμνημονιακοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ένα νέο εξίσου βαρύ ή βαρύτερο μνημόνιο και να μπουν στον δρόμο ενός καινούργιου δανεισμού και νέων δεσμών για τη χώρα. Ο κύκλος είχε πλέον κλείσει. Ξεκίνησε με τις δύο «υπερδυνάμεις» του πολιτικού συστήματος, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, και ολοκληρώθηκε με τον ιδεολογικό εκφραστή του μηδενιστικού παρασιτισμού, την αριστερά και τους «αντιμνημονιακούς». Το ίδιο είχε συμβεί εν μέρει και με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, η οποία είχε απορρίψει το πρώτο μνημόνιο, που είχε υπογράψει μόνο του το ΠΑΣΟΚ. Το δεύτερο μνημόνιο το υπέγραψαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ένα τμήμα της αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ, και το ΛΑΟΣ. Τέλος, το τρίτο μνημόνιο το φέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ και το συνυπογράφουν η Ν.Δ. και τα υπολείμματα της κεντροαριστεράς. Δηλαδή το πολιτικό σύστημα στις βασικές του συνιστώσες έχει αποδεχθεί και έχει υπογράψει την ήττα. Και αυτή η ήττα έλαβε τις πιο δραματικές διαστάσεις μέσα από την αστραπιαία (μέσα σε έξι μήνες και, στην τελευταία φάση, μέσα σε μία βδομάδα) μεταβολή του αντιμνημονιακού ΟΧΙ σε μνημονιακό ΝΑΙ. Ήταν κυριολεκτικά η μάχη της Μελούνας για το πολιτικό σύστημα.
Ωστόσο, αν μείνουμε μόνο στο πολιτικό σύστημα και τις ευθύνες του, έχουμε περιγράψει ένα κομμάτι της αλήθειας και ίσως το μικρότερο. Και κινδυνεύουμε να πέσουμε στην εμφυλιοπολεμική ρητορεία της δημοκοπίας, εκείνων που διαχωρίζουν το λαϊκό σώμα και τη χώρα από τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Και όμως, τον πόλεμο δεν τον έχασαν μόνον οι «στρατηγοί», δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, αλλά τον έχασε ο ίδιος ο λαός και η ίδια η χώρα. Ο ΓΑΠ, ο Σαμαράς και κατεξοχήν ο Τσίπρας, αποτελούν όψεις του συλλογικού μας εαυτού, αντανακλάσεις της δικής μας ιδιοσυστασίας και παθογένειας. Όχι προφανώς με την έννοια του «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά με εκείνη την αλήθεια, πως οι λαοί και οι στρατοί έχουν τις ηγεσίες που τους ταιριάζουν. Τον ΓΑΠ τον ανέδειξε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ένας τεράστιος αριθμός συμπολιτών μας, που τον ψήφισε αγεληδόν στις εσωκομματικές ψηφοφορίες του ΠΑΣΟΚ (ανάμεσά τους και άνθρωποι με υψηλό πνευματικό μορφωτικό και ηθικό επίπεδο). Ο Αντώνης Σαμαράς υπήρξε η καλύτερη δυνατή επιλογή από τις δύο και μόνον(!) που τέθηκαν στην κρίση των ψηφοφόρων της Ν.Δ. (δηλαδή του ιδίου και της Ντόρας Μπακογιάννη). Τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας, ένας νεαρός δημαγωγός, ικανός αποκλειστικά για επικοινωνιακά τρικ και ανίκανος για συγκεκριμένο έργο, όχι μόνον μεταβλήθηκε στον εκλεκτό του ελληνικού λαού, αλλά ακόμα και στο τέλος του σάλτο μορτάλε των έξι μηνών της εξουσίας του, με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, υπήρξε για μία ακόμα φορά ο εκλεκτός του ελληνικού λαού.
Τόσες πολλές συμπτώσεις δεν είναι δυνατόν να είναι τυχαίες. Αντανακλούν αντίθετα την ποιότητα και το δυναμικό των κοινωνικών τάξεων, την ποιότητα του συλλογικού υποσυνείδητου, εν τέλει τη συλλογική μας παρακμή.
Κατά συνέπεια, μετά τη διαδοχική αποτυχία των τριών «στρατηγών» μας, πρέπει να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα όχι μόνο για τους στρατηγούς αλλά και για τον στρατό τους, την επιμελητεία του και το στρατηγικό βάθος στο οποίο στηρίζεται.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε στην προηγούμενη αυταπάτη, τότε το επόμενο βήμα είναι ένας λιγότερο ή περισσότερο ανοικτός εμφύλιος. Αυτός, που για πρώτη φορά διεγράφη απειλητικά στον ορίζοντα του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος. Ποτέ άλλοτε στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων δεν ήταν τόσο βαθύς και μαζικός ο διαχωρισμός και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Παρέες, οικογένειες, σύλλογοι, χωριά, γειτονιές, συλλογικά υποκείμενα κάθε είδους, διαιρέθηκαν σε ακραίο βαθμό μέσα από αυτό το δημοψήφισμα. Αρκεί να δει κανείς το ύφος και τους τόνους των διαδικτυακών διαμαχών την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Επρόκειτο για ένα σήμα κινδύνου. Ο ελληνικός λαός, μπρος στο αδιέξοδο του πολέμου με τους εξωτερικούς «αντιπάλους» δανειστές, στράφηκε, με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, ο ένας ενάντια στον άλλον (διότι, όπως είπε ο εγγονός ενός… στρατηγού του εμφυλίου ονόματι… Τσακαλώτος, μια και δεν μπορούσαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία γιατί θα έπεφτε η κυβέρνηση, κηρύξαμε δημοψήφισμα!). Αυτή είναι πάντα η διαλεκτική του εμφύλιου. Να στρέψεις μια αδιέξοδη εξωτερική σύγκρουση σε εσωτερική διαμάχη. Και εξακολουθούν να υπάρχουν καλοθελητές που επιθυμούν να τον πυροδοτήσουν. Όλοι εκείνοι που θα κραυγάζουν τώρα ενάντια στην «προδοσία» του Τσίπρα, ξεχνώντας πως αυτή υπήρξε απλώς η αναπόδραστη συνέπεια ενός τυχοδιωκτικού σάλτο μορτάλε προς την εξουσία. Η «προδοσία» είναι πάντοτε η απόληξη του τυχοδιωκτισμού. Κατά συνέπεια, η ευθύνη πρέπει να ανευρεθεί στο αρχικό διάβημα και όχι στην τέλος του. Η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας με ψεύδη (τα 12 δισεκατομμύρια της Θεσσαλονίκης), κομπίνες (η εξαπάτηση του Κουβέλη και η απάτη Χαϊκάλη) και πριν απ’ όλα η τυχοδιωκτική διεκδίκηση της «κυβερνώσας αριστεράς», είναι οι βασικοί υπαίτιοι της «προδοσίας» και όχι βέβαια η αθέτηση υποσχέσεων που ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Δεν πρόκειται για «προδοσία» αλλά για απλή εξαπάτηση. Η καταγγελία της «προδοσίας», από δυνάμεις που δεν βρίσκονται σε κανέναν από τους τρεις πυλώνες του πολιτικού συστήματος, αλλά εντοπίζονται είτε στη ναζιστική Χ.Α., που απειλεί με μία μαζική επιστροφή, είτε σε σταλινικά και σχιζοειδή τμήματα της αριστεράς, από τον Λαφαζάνη και την Ανταρσύα έως τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, μπορεί να οδηγήσει σε μία πυροδότηση νέων αδιέξοδων αγώνων οπισθοφυλακής, που θα στρέφονται κατεξοχήν στο εσωτερικό μέτωπο, άρα προς την εμφύλια διαμάχη, μια και θα είναι αδύνατο να πλήξουν τους εξωτερικούς αντιπάλους.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Να αποδεχθούμε τη συγκυβέρνηση του φθαρμένου πολιτικού συστήματος; Αυτό το ερώτημα θέτουν σήμερα και θα το θέτουν όλο και πιο επιτακτικά πάρα πολλοί Έλληνες.
Κατ’ αρχάς, αυτά τα κόμματα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος εκπροσωπούν εκλογικά το 90% περίπου των ψηφοφόρων (και, σε ό,τι αφορά τα μνημονιακά κόμματα, έλαβαν το 40% περίπου των ψήφων), κατά συνέπεια δεν μπαίνει κάποιο ζήτημα για το αν θα «επιτρέψουμε» μία συγκυβέρνηση Τσίπρα, Ν.Δ., Ποταμιού, ΠΑΣΟΚ, πιθανώς και ΑΝΕΛ, διότι αυτή αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των βουλευτών του κοινοβουλίου. Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, μια και όλοι πλέον έχουν υπογράψει τη συνθηκολόγηση, είναι δουλειά τους να αναλάβουν και τη διευθέτηση του πεδίου μετά τη μάχη. Ας κάνουν λοιπόν κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, ειδικού σκοπού, διευρυμένης πλειοψηφίας κ.λπ. κλπ. ή ό,τι άλλο τους φωτίσει ο Κύριος, η κα Μέρκελ, ο κ. Ολάντ και ο κ. Ομπάμα. Πρόκειται δυστυχώς για τη μοναδική δυνατότητα διακυβέρνησης που διαθέτει η χώρα σήμερα.
Όσο για μας, που δεν μετείχαμε ούτε μετέχουμε σε αυτό το πολιτικό σύστημα, καθώς και για ένα αυξανόμενο μέρος του ελληνικού λαού που αποκολλάται ή θα αποκολληθεί από αυτό, θα πρέπει να θέσουμε αλλού το πεδίο της αντιπαράθεσης. Στο πώς θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να μην ολοκληρωθεί η καταστροφή της χώρας μετά τον χαμένο πόλεμο. Δηλαδή, πώς, μέσα από τα αποκαΐδια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα αναδυθεί ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό πρόταγμα που θα θέσει ως κύριο πρόβλημα όχι πλέον την επιστροφή στον ξεπερασμένο «μνημονιακό» πόλεμο αλλά στην αναγέννηση της χώρας από την πολύμορφη παρακμή της.
Πώς θα παρέμβουμε και τι προτάσεις θα προβάλουμε, και στην κοινωνία και στους θεσμούς, για το δημογραφικό ζήτημα, για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης, για την ανατροπή του εκπαιδευτικού εθνομηδενισμού, που κατατρώει τη συνοχή της κοινωνίας, για την ανασυγκρότηση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, για την αποκέντρωση και την υπέρβαση του αθηνοκεντρισμού, για τη δημιουργία δομών αλληλεγγύης, συνεταιρισμών κλπ., κλπ. Πώς θα αποκρούσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό και την επιστροφή ενός νέου σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, πώς θα ενισχύσουμε την ελληνικότητα της Θράκης, πώς θα απαντήσουμε στην ανεργία και τη φυγή των νέων και, πριν απ’ όλα, σε μια μεγάλη πνευματική επανάσταση που θα επανορίσει τη σχέση ανάμεσα στην εθνική μας ιδιοπροσωπία, την Ευρώπη και τον κόσμο. Σε αυτούς τους τομείς μπορεί και πρέπει να δοθεί ο μόνος πόλεμος που αξίζει να δώσουμε. Οι υπόλοιποι είναι πόλεμοι του περιθωρίου ή στη χειρότερη περίπτωση του εμφυλίου.
Η μνημονιακή «εξημέρωση» του κου Τσίπρα, από την φίλη του Άνγκελα, πρέπει να αποτελέσει το ορόσημο για την υπέρβαση της αδιέξοδης εσωτερικής διαμάχης αντιμνημονιακών-μνημονιακών, και τη μετάβαση σε μια νέα δημιουργική αντιπαράθεση, ανάμεσα σε ένα νέο πρόταγμα ενδογενούς εκσυγχρονισμού της χώρας και τους εκπροσώπους του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που προτάσσουν τη σωτηρία της χώρας, απέναντι στον κίνδυνο διάλυσης που αφήνει πίσω του ο χαμένος πόλεμος των μνημονίων. Γιατί γνωρίζουμε πως η αποδυνάμωση της χώρας μας θα ανοίξει νέους τεράστιους κινδύνους, παραπέρα παραγωγικής αποδιάρθρωσης και ξεπουλήματος του πλούτου της χώρας, καθώς και νέων μεγάλων εθνικών κινδύνων – δημογραφικό, μεταναστευτικό, Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη κ.λπ.
Μία νέα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση διατέμνει κάθετα τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν και οι λαϊκές δυνάμεις που στο δημοψήφισμα ψήφισαν, ΟΧΙ, ΝΑΙ ή ΑΠΟΧΗ/ΛΕΥΚΟ, ώστε να μη στραφούν στη σύγκρουση μεταξύ τους για το «ποιος έφταιγε». Έφταιγε το στραβό μας το κεφάλι και οι ηγεσίες που προκρίναμε. Και επειδή δεν υπάρχουν διαμορφωμένες πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάβουν να εκφράσουν αυτό το νέο κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα, σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συμπαραταχθούν κυρίως δυνάμεις της «κοινωνίας των πολιτών», σύλλογοι, σωματεία, δήμοι και δημοτικές κινήσεις, ενώσεις πολυτέκνων και συνεταιρισμοί, κινήσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης, οικολογικές κινήσεις και σύλλογοι διατήρησης της λαϊκής κληρονομιάς, ομάδες και κινήσεις αλληλεγγύης και οικονομικής αλληλοβοήθειας, που αναδύθηκαν την προηγούμενη περίοδο, κινήσεις του απόδημου ελληνισμού, όλοι αυτοί σε ένα ευρύ μέτωπο της κοινωνίας και του ελληνισμού, για τη σωτηρία του τόπου.
Από την κοινωνική βάση και πάλι, όπως πριν πέντε χρόνια με τους αγανακτισμένους, όχι όμως φύρδην-μίγδην, αλλά από χώρους συγκροτημένους στη λογική της οικοδόμησης και των θετικών προτάσεων και όχι της άρνησης και της καταγγελίας, που μπόρεσαν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για μουσολινίσκους και πολιτικούς τυχοδιώκτες.
Να αφήσουμε πίσω μας οριστικά τον πόλεμο που τελείωσε, αφού βέβαια έχουμε συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα –για τα οποία, παρεμπιπτόντως, έχουμε καταβάλει τα πιο ακριβά «δίδακτρα»– και να περάσουμε σε μια νέα «τιτανομαχία» για τη σωτηρία του λαού και της χώρας μας, στην αυθεντική «μητέρα των μαχών».
Bye-Bye Gianis, Bye-Bye Alexis.