Η ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΕΥΡΩ, Η ΕΥΡΩΠΗ.
ΕΥΡΩΛΑΓΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΙΑ.
ΕΥΡΩΛΑΓΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΙΑ.
Παρέμβαση του Γιώργου Καραμπελιά
Σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Ελλάδα ενσωματώθηκε σταδιακώς στην Ενωμένη Ευρώπη και στο «ευρωπαϊκό όνειρο». Απέναντι στην εκ νέου ανάδυση της τουρκικής απειλής, μετά την κατοχή της Κύπρου, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου και των κοινωνικών δυνάμεων, προσχώρησε στην πραγματικότητα μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης, που πραγματοποιούνταν μονομερώς, με αφετηρία τη Δυτική Ευρώπη. Αρχικώς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, εν τέλει δε, μετά την κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης, και το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής Αριστεράς, προσχώρησαν στην «ευρωπαϊκή ιδέα». Αρχικώς εξ ανάγκης, εν συνεχεία από συμφέρον (μέσα από τη ροή ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μιζών, επιδοτήσεων κ.ο.κ.) και τέλος από ιδεολογία (ο ευρωπαϊσμός ως υποκατάστατο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας), σταδιακώς, το σύνολο των ελίτ (πολιτικών, οικονομικών και κυρίως πνευματικών) προσχώρησε σε έναν ευρωπαϊσμό που δεν τον έβλεπε ως συμπλήρωμα και επέκταση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας αλλά ως την καταστροφή της και την αντικατάστασή της από τον ευρωπαΪσμό. Γι’ αυτό, σταδιακώς, και ιδιαίτερα μετά το 1990, αποκλειστικό όνειρο των Ελλήνων (στο οποίο, μέσω επιδοτήσεων, χρηματιστηρίων, φτηνών δανείων και ταξιδιών στο εξωτερικό) γίνεται η ενσωμάτωσή τους σε μια μυθική, υπερεθνική Ευρώπη. Γι’ αυτό και στο ιδεολογικό πεδίο θα κυριαρχήσει ο εθνομηδενισμός, η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και ο αποεθνικοποιημένος πολυπολιτισμός. Όλα αυτά περπατούσαν, παρά τις αντιφάσεις και τις κρίσεις, λίγο πολύ, έως το 2009, μάλλον ομαλά και απρόσκοπτα και μόνο λίγες δυνάμεις, είτε από την Εκκλησία (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, Άγιο Όρος, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000), είτε από ελάχιστες δυνάμεις των υπολειμμάτων του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» ή της πατριωτικής Αριστεράς, προσπαθούσαν να βάλουν έναν φραγμό σε αυτή τη γενικευμένη παρασιτική ενσωμάτωση στον ευρωπαϊσμό.
Σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Ελλάδα ενσωματώθηκε σταδιακώς στην Ενωμένη Ευρώπη και στο «ευρωπαϊκό όνειρο». Απέναντι στην εκ νέου ανάδυση της τουρκικής απειλής, μετά την κατοχή της Κύπρου, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου και των κοινωνικών δυνάμεων, προσχώρησε στην πραγματικότητα μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης, που πραγματοποιούνταν μονομερώς, με αφετηρία τη Δυτική Ευρώπη. Αρχικώς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, εν τέλει δε, μετά την κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης, και το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής Αριστεράς, προσχώρησαν στην «ευρωπαϊκή ιδέα». Αρχικώς εξ ανάγκης, εν συνεχεία από συμφέρον (μέσα από τη ροή ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μιζών, επιδοτήσεων κ.ο.κ.) και τέλος από ιδεολογία (ο ευρωπαϊσμός ως υποκατάστατο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας), σταδιακώς, το σύνολο των ελίτ (πολιτικών, οικονομικών και κυρίως πνευματικών) προσχώρησε σε έναν ευρωπαϊσμό που δεν τον έβλεπε ως συμπλήρωμα και επέκταση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας αλλά ως την καταστροφή της και την αντικατάστασή της από τον ευρωπαΪσμό. Γι’ αυτό, σταδιακώς, και ιδιαίτερα μετά το 1990, αποκλειστικό όνειρο των Ελλήνων (στο οποίο, μέσω επιδοτήσεων, χρηματιστηρίων, φτηνών δανείων και ταξιδιών στο εξωτερικό) γίνεται η ενσωμάτωσή τους σε μια μυθική, υπερεθνική Ευρώπη. Γι’ αυτό και στο ιδεολογικό πεδίο θα κυριαρχήσει ο εθνομηδενισμός, η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και ο αποεθνικοποιημένος πολυπολιτισμός. Όλα αυτά περπατούσαν, παρά τις αντιφάσεις και τις κρίσεις, λίγο πολύ, έως το 2009, μάλλον ομαλά και απρόσκοπτα και μόνο λίγες δυνάμεις, είτε από την Εκκλησία (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, Άγιο Όρος, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000), είτε από ελάχιστες δυνάμεις των υπολειμμάτων του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» ή της πατριωτικής Αριστεράς, προσπαθούσαν να βάλουν έναν φραγμό σε αυτή τη γενικευμένη παρασιτική ενσωμάτωση στον ευρωπαϊσμό.
Αίφνης, από το 2009 και μετά, αρχίζει η κρίση αυτού του μοντέλου με ταυτόχρονη παροξυστική έξαρση της εξάρτησης μέσω του παραπέρα δανεισμού. Το ελληνικό παράσιτο, μέσα στην κρίση που προκάλεσε στη Δύση η ανάδυση της Ανατολής, και κατ’ εξοχήν της Κίνας, ως του νέου πόλου της παγκόσμιας συσσώρευσης, και η ενίσχυση της ισλαμικής Ανατολής και της Τουρκίας, μπήκε σε βαθιά κρίση.
Αντιμέτωποι με αυτή την κρίση, οι Έλληνες ανακάλυψαν και πάλι αιφνιδίως πως δεν αποτελούν ένα αδιαφοροποίητο, νοτιο-ευρωπαϊκό τμήμα ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συνόλου, αλλά ότι αποτελούσαν ένα εθνικό σύνολο το οποίο μπήκε σε πολύ βαθύτερη κρίση από την υπόλοιπη Ευρώπη και από το οποίο η νέα γερμανική Ευρώπη απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή, εδώ και τώρα, του παρασιτικού χαρακτήρα της ενσωμάτωσής της. Οι Έλληνες θα έπρεπε να καταστρέψουν κοινωνικές δομές και βιοτικό επίπεδο, θεμελιωμένα στην παρασιτική υφή της οικονομίας τους, και να «προσαρμοστούν» βίαια στην πραγματικότητά τους. Διαφορετικά, ο «ΑMEA» χειρουργός απειλούσε να τραβήξει βίαια το οξυγόνο, στη διάρκεια της επέμβασης. Και αυτό μπορούσε να το κάνει διότι η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος είχαν χάσει, τα προηγούμενα χρόνια, κάθε παραγωγική βάση και είχαν οικοδομήσει ως παράσιτο ένα ψευδο-κοινωνικό κράτος με δανεικά.
Αντιμέτωποι με αυτή την κρίση, οι Έλληνες ανακάλυψαν και πάλι αιφνιδίως πως δεν αποτελούν ένα αδιαφοροποίητο, νοτιο-ευρωπαϊκό τμήμα ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συνόλου, αλλά ότι αποτελούσαν ένα εθνικό σύνολο το οποίο μπήκε σε πολύ βαθύτερη κρίση από την υπόλοιπη Ευρώπη και από το οποίο η νέα γερμανική Ευρώπη απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή, εδώ και τώρα, του παρασιτικού χαρακτήρα της ενσωμάτωσής της. Οι Έλληνες θα έπρεπε να καταστρέψουν κοινωνικές δομές και βιοτικό επίπεδο, θεμελιωμένα στην παρασιτική υφή της οικονομίας τους, και να «προσαρμοστούν» βίαια στην πραγματικότητά τους. Διαφορετικά, ο «ΑMEA» χειρουργός απειλούσε να τραβήξει βίαια το οξυγόνο, στη διάρκεια της επέμβασης. Και αυτό μπορούσε να το κάνει διότι η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος είχαν χάσει, τα προηγούμενα χρόνια, κάθε παραγωγική βάση και είχαν οικοδομήσει ως παράσιτο ένα ψευδο-κοινωνικό κράτος με δανεικά.
Μέσα από αυτή την παρασιτική σύμβαση, ήταν δυνατό στις ανώτερες ελίτ να αναπαράγονται και ανεβάζουν διαρκώς το επίπεδο μιας χωρίς όρια σπατάλης –λέγε με Μύκονο– και οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις να απολαμβάνουν παρασιτικά τις παροχές (αγροτικές επιδοτήσεις, κοινωνικό κράτος, ξένοι δουλοπάροικοι-μετανάστες, κλπ.) που διασφάλιζε αυτή η παρασιτική σχέση. Όταν λοιπόν η «Ευρώπη» έχασε τον χαρακτήρα της πηγής εμπορευμάτων, επιδοτήσεων και ευχάριστων ευρωπαϊστικών ιδεολογιών, και επέβαλε στους Έλληνες τη σιδερένια λογική του Εμπόρου της Βενετίας (ή τα χρήματα ή το ανάλογο κομμάτι από τη σάρκα σου), το παράσιτο μπήκε σε κρίση. Ένα μέρος του, προσπαθώντας να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα, φορτώνοντάς τα στους πιο αδύναμους, παραδόθηκε ανοιχτά στους δανειστές. Ένα άλλο τμήμα, που περιλάμβανε και την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, άρχισε σταδιακώς να εξεγείρεται. Διότι η καταστροφή του παλιού μοντέλου επέφερε ανυπολόγιστο πόνο στους πιο αδύναμους και εξαρτημένους.
Όμως, και αυτή η εξέγερση, εξέγερση ενός λαού που δεν είχε πλέον παραγωγική και πνευματική αυτονομία, ήταν εγκλωβισμένη στα σχήματα μιας πελατειακής εξέγερσης, δηλαδή, ο πελάτης/υποτακτικός δεν αντιπαραθέτει στον κυρίαρχο μια στρατηγική εφικτής ανεξαρτητοποίησης αλλά εκείνη του δύστροπου κακοπληρωτή. Γι’ αυτό και, στα πέντε ή έξι χρόνια της κρίσης, δεν υπήρξαν πραγματικές πολιτικές και οικονομικές προτάσεις σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου αλλά η διαρκής αναζήτηση «μαγικών λύσεων» αποφυγής της κατάρρευσης του εξαρτημένου παρασιτικού μοντέλου, στο οποίο είχε μάθει να ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το κίνημα των Αγανακτισμένων, στην Ελλάδα, δεν παρήγαγε μια νέα κοινωνική και παραγωγική πρόταση, δεν παρήγαγε κανένα νέο κοινωνικό πρόταγμα, αλλά, απλά και μόνο, την ανέφικτη επιστροφή στο status quo ante, με αποκορύφωμα τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και τη φασιστική υποστροφή της Χρυσής Αυγής.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι, εν τέλει, το κίνημα των Αγανακτισμένων κατέληξε στην ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία του δημαγωγού Τσίπρα, μαζί με τα αντάξια εξαπτέρυγά του (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης, Καμμένος και άλλοι Κατρούγκαλοι), είναι συνάρτηση ακριβώς αυτής της έλλειψης ισχυρών παραγωγικών και αυτόκεντρων δυνάμεων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Εξ άλλου, η φύση της ταξικής και κοινωνικής συμμαχίας, την οποία εκπροσωπούν, αναδείχτηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο. Κέντρο και άξονάς της, τα ανώτερα στρώματα της διανόησης, των κρατικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, οι πελάτες των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και επιδοτήσεων, και σύμμαχοί τους, λιγότερο ή περισσότερο περιστασιακοί, ένα τμήμα επιχειρηματιών, διατεθειμένων να ολοκληρώσουν την εκπτώχευση της χώρας τους για να την αγοράσουν κοψοχρονιά –το περιβόητο κόμμα της δραχμής–, παρασιτικά και κατεστραμμένα μεσοστρώματα που φαντάζονται ότι είναι δυνατόν να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους ευημερία, μέσα από μια φαντασιακή ρήξη με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, και, τέλος, στη βάση της πυραμίδας, ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων που, έχοντας πληρώσει ακριβά την κρίση των προηγούμενων χρόνων, ακολουθεί, διαβουκολούμενο, την ψευδο-αντιμνημονιακή συμμαχία.
Απέναντί σε αυτή τη συμμαχία, οι δυνάμεις του αστισμού –παρασιτικού στην πλειοψηφία του εκτός από ένα “καπελωμένο” μικρό παραγωγικό κομμάτι– έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει, τόσο εξ αιτίας της αδυναμίας τους να προτάξουν μια παραγωγική εκδοχή ανασύνταξης της χώρας όσο και, κυρίως, διότι έχουν ήδη εν μέρει δραπετεύσει από τη χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους το έχουν βγάλει έξω, καθώς και την πλειοψηφία… των παιδιών τους. Το μεγαλύτερο μέρος των γόνων της αστικής τάξης βρίσκεται εκτός χώρας, εν αναμονή των εξελίξεων, μαζί με τα χρήματά της. Έτσι, στην ουσία, έμεινε στη χώρα, σχεδόν αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, το στρατόπεδο του αντιμνημονίου, το οποίο έπρεπε να διαχειριστεί τη μνημονιακή-παρασιτική πραγματικότητα της χώρας! Είχαμε επισημάνει από παλαιότερα τον τυχοδιωκτικό και τυχάρπαστο χαρακτήρα αυτού του στρατοπέδου, που το ωθούσε, σχεδόν με τη μορφή φυσικού φαινομένου, να αναλάβει την εξουσία, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Και όμως, ήταν προφανές, όπως είχαμε τονίσει αναρίθμητες φορές, πως εξ αιτίας της αδυναμίας του να εφαρμόσει άμεσα τις επιταγές της λιτότητας θα υποχρεωνόταν να μεταβληθεί στον άμεσο αυτουργό της ολοκλήρωσης της καταστροφής της οικονομίας της χώρας. Διότι η Αριστερά των «12 κοστολογημένων δις» του νεαρού δημαγωγού δεν διέθετε χρόνο προσαρμογής αλλά θα έπρεπε, πολύ σύντομα, είτε να εγκαταλείψει την εξουσία είτε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα λιτότητας χειρότερο από τα προηγούμενα, διότι η οικονομική κατάσταση θα είχε επιδεινωθεί από την παρουσία της και μόνο.
Χρειάστηκαν έξι μήνες οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών, που κατέληξαν στο κλείσιμο των Τραπεζών και στην απειλή «καταστροφής του κράτους», κατά Τσίπρα, για να οδηγηθεί στην Κανόσα των Βρυξελλών, ικέτης του «δώστε ό,τι να ’ναι», «υπογράφω ό,τι να ’ναι», και να κλείσει έτσι, με τον πιο επαίσχυντο και καταστροφικό τρόπο, την εξάμηνη «προσαρμογή» του. Βέβαια, υπάρχει πάντα και η πρόταση του Σόιμπλε, που κλείνει το μάτι στον Λαφαζάνη, για μια συμφωνημένη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Όμως, ο κεντρικός πυρήνας των παρασιτικών στρωμάτων, που συνωθούνται στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ξέρει πως η απώλεια της συμμετοχής στην ευρωζώνη, η απώλεια των ΕΣΠΑ, των επιδοτήσεων, της ελευθερίας να στέλνουν τα παιδιά τους απρόσκοπτα στο Λονδίνο και το Βερολίνο, δεν αντισταθμίζεται με τα ωραία μάτια του Λαφαζάνη και την υποστήριξη του ανοιχτού εκπροσώπου του κόμματος της δραχμής, Γιώργου Κουρή. Και θα είναι υποχρεωμένος να επιλέξει. Και θα επιλέξει μάλλον την ίδια την καταστροφή του κόμματός και της ταξικής συμμαχίας που τον ανέδειξε στην εξουσία, συγκροτώντας μια νέα συμμαχία με τον ξέπνοο αστισμό, στον οποίο ο Τσίπρας θα επιχειρήσει να προσφέρει την ηγεσία που αυτός δεν διαθέτει, και πριν κατορθώσει να την αποκτήσει. Όποιος έχει διαβάσει τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (Καρλ Μαρξ), θα γνωρίζει πώς ένας «μέτριος και ανίκανος πολιτικός», που κατόρθωσε να αποσπάσει την ηγεσία του λαϊκού στρατοπέδου, μετά την ήττα της Επανάστασης του 1848, στη Γαλλία, μεταβλήθηκε εν τέλει στον ηγέτη του παραπαίοντος γαλλικού αστισμού. Σήμερα, στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης, ο Τσίπρας πρέπει να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό του: από ηγέτης του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ σε ηγέτη του απειλούμενου ευρωπαϊκού παράσιτου. Με όσες συνέπειες και αν έχει αυτό στο ίδιο το εσωτερικό του κόμματός του.
Έτσι, όμως, θα ανοίξει και ένας καινούργιος δρόμος σταδιακής απομάκρυνσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και του κόμματος της δραχμής, από το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που, ως εκφραστής των ευρωπαϊστικών, παρασιτικών στρωμάτων, θα παραμείνει συσπειρωμένο γύρω από τον Τσίπρα. Και αυτό θα λάβει χώρα προς δύο πιθανές κατευθύνσεις: Η πρώτη είναι η ένταξή του στο κόμμα της δραχμής, στις διάφορες εκφάνσεις του, από τον Λαφαζάνη μέχρι τη Χρυσή Αυγή, με την απαραίτητη συνδρομή των επιχειρηματικών κορακιών, που θα συνεχίσουν να παραμονεύουν. Η δεύτερη, είναι ο πλέον δύσκολος αλλά μοναδικός ελπιδοφόρος δρόμος, στην κατεύθυνση ενός ενδογενούς, πατριωτικού πόλου, ο οποίος θα ενσωματώσει την απόρριψη του ευρωπαϊστικού παρασιτικού μοντέλου, σε μια ισόρροπη (και, από ψυχιατρική άποψη, ισορροπημένη), πατριωτική εναλλακτική πρόταση συμμετοχής στην Ευρώπη.
Διότι, όπως έχουμε τονίσει, ακόμα και από τη στιγμή που σχηματίστηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η πανουργία της ιστορίας υποχρέωσε τις πιο εθνομηδενιστικές δυνάμεις της Αριστεράς (στις οποίες προσχώρησε εσχάτως και ο εμπνευστής του όρου «ευρωλιγουρισμός») να αντιταχθούν, έστω για ένα διάστημα, στον παρασιτικό ευρωκεντρισμό προτού υποταχθούν εκ νέου σε αυτόν. Στο μεταξύ όμως, τα προηγούμενα πέντε χρόνια, εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, Έλληνες ταυτίστηκαν με την εθνική αξιοπρέπεια και την άρνηση της υποταγής στη γερμανική Ευρώπη, έστω και αν αυτό πρόσφατα εκφράστηκε κίβδηλα και στρεβλά.
Το γεγονός όμως παραμένει. Εκατομμύρια Έλληνες κατανόησαν, μέσα από αυτό το ψυχόδραμα των έξι χρόνων, πως η Ελλάδα είναι Ευρώπη αλλά όχι και Δυτική Ευρώπη. Κατανόησαν ταυτόχρονα πως, σήμερα, δεν έχουν άλλη εναλλακτική επιλογή από τη συμμαχία με αυτή την Ευρώπη, εξ αιτίας της νεο-οθωμανικής απειλής και των γεωπολιτικών κινδύνων για την εθνική μας ακεραιότητα, στην περιοχή που ζούμε. Κατανόησαν, δηλαδή, ή είναι υποχρεωμένοι να κατανοήσουν, πως η συμμετοχή στην Ε.Ε., εάν οδηγεί στο παρασιτικό μοντέλο που κυριάρχησε τα προηγούμενα 35 χρόνια, καταλήγει στις τραγικές συνέπειες που βιώσαμε και βιώνουμε.
Όμως, και αυτή η εξέγερση, εξέγερση ενός λαού που δεν είχε πλέον παραγωγική και πνευματική αυτονομία, ήταν εγκλωβισμένη στα σχήματα μιας πελατειακής εξέγερσης, δηλαδή, ο πελάτης/υποτακτικός δεν αντιπαραθέτει στον κυρίαρχο μια στρατηγική εφικτής ανεξαρτητοποίησης αλλά εκείνη του δύστροπου κακοπληρωτή. Γι’ αυτό και, στα πέντε ή έξι χρόνια της κρίσης, δεν υπήρξαν πραγματικές πολιτικές και οικονομικές προτάσεις σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου αλλά η διαρκής αναζήτηση «μαγικών λύσεων» αποφυγής της κατάρρευσης του εξαρτημένου παρασιτικού μοντέλου, στο οποίο είχε μάθει να ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το κίνημα των Αγανακτισμένων, στην Ελλάδα, δεν παρήγαγε μια νέα κοινωνική και παραγωγική πρόταση, δεν παρήγαγε κανένα νέο κοινωνικό πρόταγμα, αλλά, απλά και μόνο, την ανέφικτη επιστροφή στο status quo ante, με αποκορύφωμα τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και τη φασιστική υποστροφή της Χρυσής Αυγής.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι, εν τέλει, το κίνημα των Αγανακτισμένων κατέληξε στην ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία του δημαγωγού Τσίπρα, μαζί με τα αντάξια εξαπτέρυγά του (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης, Καμμένος και άλλοι Κατρούγκαλοι), είναι συνάρτηση ακριβώς αυτής της έλλειψης ισχυρών παραγωγικών και αυτόκεντρων δυνάμεων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Εξ άλλου, η φύση της ταξικής και κοινωνικής συμμαχίας, την οποία εκπροσωπούν, αναδείχτηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο. Κέντρο και άξονάς της, τα ανώτερα στρώματα της διανόησης, των κρατικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, οι πελάτες των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και επιδοτήσεων, και σύμμαχοί τους, λιγότερο ή περισσότερο περιστασιακοί, ένα τμήμα επιχειρηματιών, διατεθειμένων να ολοκληρώσουν την εκπτώχευση της χώρας τους για να την αγοράσουν κοψοχρονιά –το περιβόητο κόμμα της δραχμής–, παρασιτικά και κατεστραμμένα μεσοστρώματα που φαντάζονται ότι είναι δυνατόν να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους ευημερία, μέσα από μια φαντασιακή ρήξη με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, και, τέλος, στη βάση της πυραμίδας, ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων που, έχοντας πληρώσει ακριβά την κρίση των προηγούμενων χρόνων, ακολουθεί, διαβουκολούμενο, την ψευδο-αντιμνημονιακή συμμαχία.
Απέναντί σε αυτή τη συμμαχία, οι δυνάμεις του αστισμού –παρασιτικού στην πλειοψηφία του εκτός από ένα “καπελωμένο” μικρό παραγωγικό κομμάτι– έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει, τόσο εξ αιτίας της αδυναμίας τους να προτάξουν μια παραγωγική εκδοχή ανασύνταξης της χώρας όσο και, κυρίως, διότι έχουν ήδη εν μέρει δραπετεύσει από τη χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους το έχουν βγάλει έξω, καθώς και την πλειοψηφία… των παιδιών τους. Το μεγαλύτερο μέρος των γόνων της αστικής τάξης βρίσκεται εκτός χώρας, εν αναμονή των εξελίξεων, μαζί με τα χρήματά της. Έτσι, στην ουσία, έμεινε στη χώρα, σχεδόν αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, το στρατόπεδο του αντιμνημονίου, το οποίο έπρεπε να διαχειριστεί τη μνημονιακή-παρασιτική πραγματικότητα της χώρας! Είχαμε επισημάνει από παλαιότερα τον τυχοδιωκτικό και τυχάρπαστο χαρακτήρα αυτού του στρατοπέδου, που το ωθούσε, σχεδόν με τη μορφή φυσικού φαινομένου, να αναλάβει την εξουσία, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Και όμως, ήταν προφανές, όπως είχαμε τονίσει αναρίθμητες φορές, πως εξ αιτίας της αδυναμίας του να εφαρμόσει άμεσα τις επιταγές της λιτότητας θα υποχρεωνόταν να μεταβληθεί στον άμεσο αυτουργό της ολοκλήρωσης της καταστροφής της οικονομίας της χώρας. Διότι η Αριστερά των «12 κοστολογημένων δις» του νεαρού δημαγωγού δεν διέθετε χρόνο προσαρμογής αλλά θα έπρεπε, πολύ σύντομα, είτε να εγκαταλείψει την εξουσία είτε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα λιτότητας χειρότερο από τα προηγούμενα, διότι η οικονομική κατάσταση θα είχε επιδεινωθεί από την παρουσία της και μόνο.
Χρειάστηκαν έξι μήνες οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών, που κατέληξαν στο κλείσιμο των Τραπεζών και στην απειλή «καταστροφής του κράτους», κατά Τσίπρα, για να οδηγηθεί στην Κανόσα των Βρυξελλών, ικέτης του «δώστε ό,τι να ’ναι», «υπογράφω ό,τι να ’ναι», και να κλείσει έτσι, με τον πιο επαίσχυντο και καταστροφικό τρόπο, την εξάμηνη «προσαρμογή» του. Βέβαια, υπάρχει πάντα και η πρόταση του Σόιμπλε, που κλείνει το μάτι στον Λαφαζάνη, για μια συμφωνημένη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Όμως, ο κεντρικός πυρήνας των παρασιτικών στρωμάτων, που συνωθούνται στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ξέρει πως η απώλεια της συμμετοχής στην ευρωζώνη, η απώλεια των ΕΣΠΑ, των επιδοτήσεων, της ελευθερίας να στέλνουν τα παιδιά τους απρόσκοπτα στο Λονδίνο και το Βερολίνο, δεν αντισταθμίζεται με τα ωραία μάτια του Λαφαζάνη και την υποστήριξη του ανοιχτού εκπροσώπου του κόμματος της δραχμής, Γιώργου Κουρή. Και θα είναι υποχρεωμένος να επιλέξει. Και θα επιλέξει μάλλον την ίδια την καταστροφή του κόμματός και της ταξικής συμμαχίας που τον ανέδειξε στην εξουσία, συγκροτώντας μια νέα συμμαχία με τον ξέπνοο αστισμό, στον οποίο ο Τσίπρας θα επιχειρήσει να προσφέρει την ηγεσία που αυτός δεν διαθέτει, και πριν κατορθώσει να την αποκτήσει. Όποιος έχει διαβάσει τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (Καρλ Μαρξ), θα γνωρίζει πώς ένας «μέτριος και ανίκανος πολιτικός», που κατόρθωσε να αποσπάσει την ηγεσία του λαϊκού στρατοπέδου, μετά την ήττα της Επανάστασης του 1848, στη Γαλλία, μεταβλήθηκε εν τέλει στον ηγέτη του παραπαίοντος γαλλικού αστισμού. Σήμερα, στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης, ο Τσίπρας πρέπει να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό του: από ηγέτης του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ σε ηγέτη του απειλούμενου ευρωπαϊκού παράσιτου. Με όσες συνέπειες και αν έχει αυτό στο ίδιο το εσωτερικό του κόμματός του.
Έτσι, όμως, θα ανοίξει και ένας καινούργιος δρόμος σταδιακής απομάκρυνσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και του κόμματος της δραχμής, από το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που, ως εκφραστής των ευρωπαϊστικών, παρασιτικών στρωμάτων, θα παραμείνει συσπειρωμένο γύρω από τον Τσίπρα. Και αυτό θα λάβει χώρα προς δύο πιθανές κατευθύνσεις: Η πρώτη είναι η ένταξή του στο κόμμα της δραχμής, στις διάφορες εκφάνσεις του, από τον Λαφαζάνη μέχρι τη Χρυσή Αυγή, με την απαραίτητη συνδρομή των επιχειρηματικών κορακιών, που θα συνεχίσουν να παραμονεύουν. Η δεύτερη, είναι ο πλέον δύσκολος αλλά μοναδικός ελπιδοφόρος δρόμος, στην κατεύθυνση ενός ενδογενούς, πατριωτικού πόλου, ο οποίος θα ενσωματώσει την απόρριψη του ευρωπαϊστικού παρασιτικού μοντέλου, σε μια ισόρροπη (και, από ψυχιατρική άποψη, ισορροπημένη), πατριωτική εναλλακτική πρόταση συμμετοχής στην Ευρώπη.
Διότι, όπως έχουμε τονίσει, ακόμα και από τη στιγμή που σχηματίστηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η πανουργία της ιστορίας υποχρέωσε τις πιο εθνομηδενιστικές δυνάμεις της Αριστεράς (στις οποίες προσχώρησε εσχάτως και ο εμπνευστής του όρου «ευρωλιγουρισμός») να αντιταχθούν, έστω για ένα διάστημα, στον παρασιτικό ευρωκεντρισμό προτού υποταχθούν εκ νέου σε αυτόν. Στο μεταξύ όμως, τα προηγούμενα πέντε χρόνια, εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, Έλληνες ταυτίστηκαν με την εθνική αξιοπρέπεια και την άρνηση της υποταγής στη γερμανική Ευρώπη, έστω και αν αυτό πρόσφατα εκφράστηκε κίβδηλα και στρεβλά.
Το γεγονός όμως παραμένει. Εκατομμύρια Έλληνες κατανόησαν, μέσα από αυτό το ψυχόδραμα των έξι χρόνων, πως η Ελλάδα είναι Ευρώπη αλλά όχι και Δυτική Ευρώπη. Κατανόησαν ταυτόχρονα πως, σήμερα, δεν έχουν άλλη εναλλακτική επιλογή από τη συμμαχία με αυτή την Ευρώπη, εξ αιτίας της νεο-οθωμανικής απειλής και των γεωπολιτικών κινδύνων για την εθνική μας ακεραιότητα, στην περιοχή που ζούμε. Κατανόησαν, δηλαδή, ή είναι υποχρεωμένοι να κατανοήσουν, πως η συμμετοχή στην Ε.Ε., εάν οδηγεί στο παρασιτικό μοντέλο που κυριάρχησε τα προηγούμενα 35 χρόνια, καταλήγει στις τραγικές συνέπειες που βιώσαμε και βιώνουμε.
Ευρωπαϊκή επιλογή για μας μπορεί να υπάρξει, ως αντίβαρο στους άλλους κινδύνους, μόνο εάν οικοδομήσουμε ένα μίνιμουμ οικονομικής και παραγωγικής αυτονομίας και μία οξεία συνείδηση της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, η οποία δεν μπορεί να εξαφανιστεί σε μια τευτονική Ευρώπη αλλά επιμένει στη διαμόρφωση μιας βαλκανικής, «ορθόδοξης» και ανατολικής Ευρώπης, που μόνη αυτή θα επέτρεπε μια ισορροπία από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια και θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να βρίσκεται σε μία Ευρώπη της οποίας όντως θα μπορεί να αποτελεί οργανικό μέρος. Η αυταπάτη του αφηγήματος των ευρωπαϊστών («η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι»), μπροστά στη διάψευση που υπέστη από την πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην παράδοση στον καραδοκούντα ισλαμο-τουρκικό επεκτατισμό, αλλά στη συνείδηση μιας μερικής ταύτισης με την Ε.Ε., μέχρις ότου αυτή θα έχει μεταβληθεί πράγματι σε κοινό ευρωπαϊκό σπίτι των ευρωπαϊκών λαών. Δηλαδή, η αιφνίδια προσγείωση στην πραγματικότητα, από τις μπαρούφες του ομώνυμου Νάρκισσου, θα πρέπει, στην περίπτωση μιας θετικής έκβασης της τρέχουσας αντιπαράθεσης, να απελευθερώσει τους Έλληνες από 40 χρόνια παρασιτικού ευρωλιγουρισμού και να τους μεταβάλει σε Ευρωπαίους, δηλαδή σε Έλληνες με συνείδηση της ευρωπαϊκότητάς τους, που δεν ταυτίζεται όμως με τη Δυτική Ευρώπη. Η Ελλάδα από τη θέση της είναι Ευρώπη, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και θα βρίσκεται «στο σπίτι της» κυριολεκτικά, μόνο όταν αυτή θα πάψει να είναι δυτικοβαρής.
Σε μια αρνητική εξέλιξη, αυτή η αίσθηση της «προδοσίας» από την Ε.Ε. θα μπορούσε να μεταβληθεί στο όχημα μιας φασίζουσας (άσχετα με τον λεκτικό προσανατολισμό της) εξέλιξης αυτού του λαϊκού αισθήματος, που θα τεθεί στην υπηρεσία άλλων ξένων δυνάμεων, της Τουρκίας και ολοκληρωτικών εγχειρημάτων στο εσωτερικό της χώρας.
Δηλαδή, για να το κάνουμε σαφές: Η αποδοχή της Ε.Ε. από εμάς αποτελεί επιλογή μιας δυνητικής ενιαίας Ευρώπης, για την οποία θα πρέπει να αγωνιζόμαστε και όχι παράδοση στη Δυτική Ευρώπη και τους Γερμανούς. Εξ άλλου, και αυτοί, έχοντας υψηλή συνείδηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων, με αυτό τον τρόπο μας αντιμετωπίζουν, και γι’ αυτό όσοι θέλουν την εκδίωξή μας από το ευρώ επικαλούνται τα συμφέροντά τους. Το ίδιο κάνουν και όσοι επιμένουν στην παραμονή μας, όπως οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί. Ο παρασιτικός και αφελής ευρωπαϊσμός της μεταπολίτευσης πρέπει να λάβει τέλος. Η Ελλάδα πρέπει να έχει ισχυρή ταυτότητα για να μπορεί να επιβιώσει τόσο στη σημερινή δυτικοκεντρική Ευρώπη όσο και σε μια μελλοντική αναμορφωμένη και πραγματικά ενιαία Ευρώπη.
Σε μια αρνητική εξέλιξη, αυτή η αίσθηση της «προδοσίας» από την Ε.Ε. θα μπορούσε να μεταβληθεί στο όχημα μιας φασίζουσας (άσχετα με τον λεκτικό προσανατολισμό της) εξέλιξης αυτού του λαϊκού αισθήματος, που θα τεθεί στην υπηρεσία άλλων ξένων δυνάμεων, της Τουρκίας και ολοκληρωτικών εγχειρημάτων στο εσωτερικό της χώρας.
Δηλαδή, για να το κάνουμε σαφές: Η αποδοχή της Ε.Ε. από εμάς αποτελεί επιλογή μιας δυνητικής ενιαίας Ευρώπης, για την οποία θα πρέπει να αγωνιζόμαστε και όχι παράδοση στη Δυτική Ευρώπη και τους Γερμανούς. Εξ άλλου, και αυτοί, έχοντας υψηλή συνείδηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων, με αυτό τον τρόπο μας αντιμετωπίζουν, και γι’ αυτό όσοι θέλουν την εκδίωξή μας από το ευρώ επικαλούνται τα συμφέροντά τους. Το ίδιο κάνουν και όσοι επιμένουν στην παραμονή μας, όπως οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί. Ο παρασιτικός και αφελής ευρωπαϊσμός της μεταπολίτευσης πρέπει να λάβει τέλος. Η Ελλάδα πρέπει να έχει ισχυρή ταυτότητα για να μπορεί να επιβιώσει τόσο στη σημερινή δυτικοκεντρική Ευρώπη όσο και σε μια μελλοντική αναμορφωμένη και πραγματικά ενιαία Ευρώπη.