Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Απολύτως χαρακτηριστική του κλίματος της κατάθλιψης και της παραίτησης που κυριαρχεί ευρύτερα στον χώρο των «πολιτικοποιημένων» συμπολιτών, και κυρίως των προερχόμενων από την αριστερά, είναι η αντίδραση πολλών –κάποτε αληθινών– φίλων μας στο πρόσφατο εγχείρημα του Άρδην, να προχωρήσει στη συγκρότηση ενός πολιτικού κινήματος.
Η γκάμα των αντιδράσεων υπήρξε όντως ευρεία. Αρκετοί, μας είπαν: «Το “Άρδην”, οι “Εναλλακτικές Εκδόσεις”, ο “ν. Λόγιος Ερμής”, τα βιβλία σας, οι εκδηλώσεις σας στην Ξενοφώντος, στην Αθήνα, στη Βαλαωρίτου στη Θεσ/νίκη, στην Πάτρα, αντιπροσωπεύουν μια πνευματική όαση, γιατί θέλετε να την “βρωμίσετε” με την κομματική πολιτική; Αφού, ούτως ή άλλως, η χώρα χαμένη είναι. Συνεχίστε εσείς το “θεάρεστο έργο” της πνευματικής αφύπνισης και, κάποτε, αργότερα, ίσως εμφανιστούν και σχετικά πολιτικά κινήματα». Και υπάρχουν αναρίθμητες παραλλαγές της ίδιας ένστασης, που κινείται πάνω σε ένα και μόνιμο μοτίβο: «Ο κόσμος είναι κουρασμένος, απογοητευμένος, δεν είναι διατεθειμένος για νέα πολιτικά εγχειρήματα, θα πρέπει να ωριμάσουν οι συνθήκες, για κάτι ευρύτερο» κ.ο.κ. Όπως υποστηρίζει, εμφατικά, εδώ και χρόνια, ένας διανοούμενος με σημαντική πνευματική παραγωγή: «σήμερα είναι καιρός του σπείρειν και όχι του θερίζειν».
Ορισμένοι –κάποιοι συνέβαλαν ενεργά στην καταστροφή, και προς τιμήν τους αποστασιοποιήθηκαν– υποστηρίζουν πως οι ρυθμοί της ανασυγκρότησης των κινημάτων για τη σωτηρία της πατρίδας θα πρέπει να ακολουθήσουν τους δικούς τους ρυθμούς εξέλιξης. Προσπαθούν μάλιστα –καθόλου προς τιμήν τους– να φράξουν τον δρόμο σε όσους είχαν ήδη συνείδηση των τεκταινομένων, όπως εμείς, «καλώντας» μας να αναμένουμε τη δική τους «ωρίμανση».
Άλλοι καταλήγουν στην ίδια πρόταση, της αποστασιοποίησης, μέσα από μια αντίστροφη κίνηση, εκείνη μιας αβάσιμης και συχνά ψεύτικης αισιοδοξίας. «Όλα εν τέλει θα πάνε καλά, αφού περάσουμε και αυτή τη στενωπό. Ο ελληνισμός πέρασε και χειρότερα και αναγεννήθηκε εν τέλει». «Εξ άλλου, δεν βλέπετε και τις σχετικές θετικές κινήσεις που γίνονται στην επαρχία π.χ. και τις οποίες προβάλλετε και εσείς;» Μερικές φορές όμως αυτή η αισιοδοξία είναι χειρότερη από την κατάθλιψη των πρώτων. Διότι εδράζεται είτε σε μια στενή, υποκειμενικού χαρακτήρα, «ευρωστία της σαρκός» –που σε κάνει να τα βλέπεις όλα ωραία «διότι περνάς καλά»– είτε ακόμα και στην υποκρισία: Για να μην πάρω θέση, εξωραΐζω την πραγματικότητα. Και βέβαια, σε αυτό συμβάλλει και η γνωστή αίσθηση «αθανασίας» ενός πολύ παλιού, με πολυτάραχο βίο, λαού, «αφού αντέξαμε τόσα χρόνια, δεν πρόκειται να εξαφανιστούμε».
Η σύγχυση μεταξύ της ιδεολογικής προετοιμασίας και της άμεσης πολιτικής παρέμβασης, σε ό,τι αφορά τη δική μας δραστηριότητα, εδράζεται όντως στο γεγονός ότι, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, επιμείναμε ιδιαίτερα στην «ιδεολογική προετοιμασία», την οποία θεωρούσαμε απαραίτητη για οποιαδήποτε πιθανή ανάκαμψη του ελληνισμού. Εξ ου και η συστηματική δουλειά μας στην ιστορία και την ιδεολογική αποδόμηση του εθνομηδενισμού, η έκδοση του «ν. Λόγιου Ερμή» κ.λπ. Πάντως, παρ’ όλα ταύτα, συνεχίζαμε και την πολιτική μας δραστηριότητα πάνω σε κομβικά ζητήματα, όπως για την Κύπρο και το Σχέδιο Ανάν, την υπόθεση Ρεπούση, τον Οτσαλάν, τη Σερβία, την καταγγελία της Χρυσής Αυγής κ.λπ., ενώ παράλληλα εκδώσαμε και την πολιτική εφημερίδα «Ρήξη», το 2007. Στη δεκαετία του 2000, δημιουργήσαμε το πολιτικό κίνημα Άρδην, ενώ διεκδικήσαμε ήδη την ψήφο των πολιτών με δημοτικές κινήσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας και εκλέξαμε και δημοτικούς συμβούλους.
Και τα ιστορικά γεγονότα δεν σου επιτρέπουν να κινηθείς πάντα με βάση το ιδεολογικό και πολιτικό ημερολόγιο που έχεις επιλέξει ως ομάδα ή ως άτομο. Η επιτάχυνση της παρακμής του ελληνισμού μετά το 2010 –και ιδιαίτερα κατά τα δύο τελευταία χρόνια– υπήρξε τόσο σαρωτική ώστε πλέον δεν αφήνει κανένα περιθώριο για μια προνομιακή ενασχόληση με μια «δουλειά εμβάθυνσης και προετοιμασίας, για τις γενεές που θα ακολουθήσουν». Επειδή είμαστε πεπεισμένοι πως ο ελληνισμός αντιμετωπίζει κυριολεκτικώς μία κρίση ύπαρξης, δεν υπάρχει το ιστορικό περιθώριο για μια δουλειά μακράς διάρκειας χωρίς μια ταυτόχρονη άμεση κινητοποίηση για τη σωτηρία του. Διότι, πριν απ’ όλα, πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ο ελληνισμός. Δυστυχώς, σπορά και θερισμός ήρθαν εξαιρετικά κοντά, και όχι υπό τις ιδανικότερες συνθήκες. Σπέρνουμε αλλά και θερίζουμε σχεδόν ταυτόχρονα, από τον έστω λίγο σπόρο που είχαμε ήδη φυτέψει την προηγούμενη περίοδο.
Στους εφησυχάζοντες φίλους μας θα υπενθυμίσουμε πως ποτέ άλλοτε ο ελληνισμός, από την άποψη του συνόλου των μεγεθών του, –δημογραφία, οικονομική και πνευματική παραγωγή, ρόλος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι–, δεν βρισκόταν σε κατώτερο σημείο απ’ ό,τι σήμερα, που κινδυνεύει να μην διαθέτει πλέον τα μεγέθη για την αναπαραγωγή του ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο. Γιατί αν, επί παραδείγματι, μετά την Άλωση του 1453, χάσαμε και κράτος και πληθυσμούς, ωστόσο ο ελληνισμός παρέμενε αποφασιστικός πνευματικός παράγοντας για την ίδια τη δυτική Αναγέννηση και, μέχρι το 1922, αποτελούσε καθοριστικό οικονομικό και γεωπολιτικό παράγοντα της καθ’ ημάς Ανατολής, σε αντίθεση με τη σημερινή δραματική συρρίκνωση της παρουσίας μας.
Όσο για το ότι έχουμε ιστορία 3.000 ή 4.000 χρόνων, κανείς δεν έχει κερδίσει την ιστορική αθανασία, ιδιαίτερα αν βρίσκεται σε χώρο- γεωπολιτικό σταυροδρόμι, όπως ο δικός μας, όπου η παραμικρή υποχώρηση πληρώνεται με ακριβό αντίτιμο.
Επειγόμαστε, λοιπόν, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος και θεμελιωδέστερος είναι πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός είναι προβλήματα ζωής ή θανάτου –άμεσα, στο ορατό μέλλον–, κατά συνέπεια δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αναμονής.
Ο δεύτερος αφορά στην ανάγκη να περιοριστούν οι «περιπέτειες» και οι συχνά επώδυνες παρακαμπτήριες οδοί μιας μακράς μετάβασης σε μια νέα περίοδο, οι οποίες μπορούν να την επιμηκύνουν τόσο πολύ ώστε να κινδυνεύει με ακύρωση. Βλέπουμε την ανάγκη συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου διότι δεν επιθυμούμε η αναζήτηση του «εκσυγχρονισμού της παράδοσής» μας να περάσει πρώτα ή αποκλειστικά από τον Σώρρα ή τη Χρυσή Αυγή, όπως κινδυνεύει να συμβεί μετά την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και του αριστερόστροφου μηδενισμού. Θα πρέπει ήδη να έχει διαγραφεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια μια «ενάρετη» εκδοχή του «εκσυγχρονισμού της παράδοσής» μας, και αυτή μπορούμε εμείς να την διατυπώσουμε, τουλάχιστον στις διαγραμματικές της αρχές.
Επί πλέον, η παρουσία μας θα βοηθήσει καθοριστικά στην επιτάχυνση των διαδικασιών στο σύνολο του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου και της ελληνικής κοινωνίας συνολικά, ακόμα και για εκείνους που θεωρούν πως «επισπεύδουμε» υπερβολικά. Γι’ αυτό, για πολλοστή φορά μετά το 1990, υποχρεωθήκαμε να αναπροσανατολίσουμε τις προτεραιότητές μας και να αναβαθμίσουμε και πάλι –για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί– την πολιτική παράμετρο μιας δραστηριότητας που πάντα τη θέλαμε συνθετική.
Πνευματική ή πολιτική δραστηριότητα λοιπόν;
Και θα θέλαμε να θέσουμε ένα ερώτημα σε όσους επικροτούν το πνευματικό έργο και τη συνολική πνευματική/πολιτισμική δραστηριότητα του Άρδην, αλλά αρνούνται την πολιτική της διάσταση: μήπως, άραγε, το γεγονός ότι για πενήντα χρόνια συνεχίζεται αυτή η πνευματική δραστηριότητα έχει κάποια σχέση με το ότι ήταν διαρκώς συνδεδεμένη με μια εξόχως πολιτική μέριμνα; Γιατί, αντίθετα, άνθρωποι με τους οποίους έχουμε πολλές φορές συμπορευτεί, και με σπουδαία παραγωγή σε επιμέρους τομείς, έφθασαν να στηρίξουν τον Γιωργάκη Παπανδρέου, τον Κώστα Σημίτη, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ εμείς ποτέ δεν υποταχθήκαμε στις «σημαίες τις φοβερές της εξουσίας;» Δεν αναρωτιούνται μήπως η καθαρότητα και η ευκρίνεια της ιδεολογικής και πνευματικής παραγωγής του Άρδην συνδέεται με τη απελπισμένη κάποτε προσπάθειά μας να μείνουμε κοντά στις πολιτικές ανησυχίες και τα άμεσα προβλήματα του λαού;
Γιατί, άραγε, μόνο εμείς κατορθώσαμε, από την παλιά εξωκοινοβουλευτική αριστερά, να φθάσουμε στη σημερινή θέση μας για την ανάγκη υπέρβασης αριστεράς και δεξιάς και στην καταγγελία του συνόλου των ελίτ της χώρας; Μήπως γιατί η ενασχόλησή μας με την πολιτική δραστηριότητα, έξω και πέρα από κόμματα και θεσμούς της μεταπολίτευσης, μας έδωσε ακριβώς τη δυνατότητα να μπορούμε να βλέπουμε με ανοικτά μάτια την πραγματικότητα και στο πνευματικό και ιδεολογικό πεδίο;
Μήπως αυτή, η κατ’ εξοχήν πολιτική μέριμνα, μας έδωσε τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε π.χ. την ορθοδοξία και την παράδοση της χώρας, χωρίς ποτέ να ταυτιστούμε με εν πολλοίς αλλοτριωμένους θεσμούς, ή να εγκλωβιστούμε στην παράδοση; Μήπως αυτή μας επέτρεψε να συγκρουστούμε μετωπικά –και νικηφόρα πιστεύουμε– με τον εθνομηδενισμό και την αποδομητική ιδεολογία, στον χώρο της ιστορίας; Μήπως αυτή δεν μας έκανε να «ανακαλύψουμε» έναν στοχαστή σαν τον Κώστα Παπαϊωάννου, κ.λπ.
Εν κατακλείδι, μετά από μια πορεία, για την ορθότητα της οποίας πολλές φορές αναρωτηθήκαμε, και μετά από κυριολεκτικά εναγώνιες αναρωτήσεις για το δέον γενέσθαι επί πολλά χρόνια, συμβιβαστήκαμε στο τέλος με την «ιδιοπροσωπία» μας. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως κάθε υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό, πρέπει να ακολουθεί το «δαιμόνιό» του, όπως διακήρυσσε ο Σωκράτης. Κάθε συλλογικό υποκείμενο αποτελεί μια ολότητα. Εάν προσπαθήσεις να αποκόψεις κάποιες από τις βασικές του πλευρές, συρρικνώνεται και αλλοιώνεται συνολικά.
Την αποστασία των διανοουμένων και των ελίτ μπορέσαμε να την διακρίνουμε όχι μόνο γιατί δεν ενταχθήκαμε ποτέ σε αυτές αλλά διότι, παράλληλα, μέσα από μια δημόσια και πολιτική παρέμβαση, μπήκαμε και στον κόπο να τις αποκαλύψουμε συστηματικά. (Διότι, βέβαια, δεν πιστεύουμε πως μόνο εμείς, του Άρδην, έχουμε διακρίνει την αποστασία των ελίτ· εκατομμύρια άνθρωποι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την διακρίνουν ή την διαισθάνονται. Αν έχουμε κάποια ιδιαιτερότητα, αυτή βρίσκεται στο ότι είμαστε από τους λίγους που πασχίζουν με συστηματικό και συνθετικό τρόπο να την αποκαλύψουν και να οικοδομήσουν μια νέα πρόταση στο υψηλό αλλά και στο λαϊκό πεδίο).
Κατά συνέπεια, σήμερα, δυστυχώς –δυστυχώς, διότι η χώρα μας κατέρχεται καθημερινά και επιταχυνόμενα προς την ιστορική εξαφάνιση–, δεν υπάρχει περιθώριο για ντιλεταντισμούς και αποστασιοποιήσεις, ούτε για ψευδείς αισιοδοξίες, που αποτελούν ένα ακόμα άλλοθι για απραξία και «αναμονή». Για να μην κοροϊδευόμαστε, φίλε Γ., φίλε Δ., φίλε Λ., φίλε Χ., φίλε Π., φίλε Ρ., φίλε Σ., φίλε και φίλη…, «υποκριτή αδελφέ μου», θα πάρεις επιτέλους θέση ανοικτή και ξεκάθαρη, έτσι ώστε τουλάχιστον να απελευθερωθείς από όποια ενοχή αισθάνεσαι, διότι στήριξες αυτό το ανοσιούργημα, ή θα συνεχίσεις το παιγνίδι της απόκρυψης που σε οδηγεί στην απόλυτη ακινησία και επιτρέπει την ανάπτυξη δηλητηριωδών ζιζανίων;
Εξάλλου, καθόσον κατεβαίνει το επίπεδο του προβληματισμού και της αντιπαράθεσης στη χώρα, καθόσον κατεβαίνει κατηγορία η χώρα μας και οδηγείται στη μεταβολή της σε ένα «αποτυχημένο κράτος», τόσο κατεβαίνει και το δικό μας επίπεδο. Μια χώρα σε παρακμή δεν μπορεί στο τέλος παρά να πνίξει στην ασημαντότητα και στις άναρθρες κραυγές ακόμα και όσους την καταγγέλλουν.
Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι η ώρα, ιδιαίτερα για όλους όσους έχουν θητεύσει στα κινήματα του νεώτερου ελληνισμού, από την αντίσταση στους Γερμανούς μέχρι τους πρόσφατους αντιμνημονιακούς αγώνες, να κάνουν, έστω τώρα, την ύστατη στιγμή, το αναγκαίο βήμα. Διαφορετικά, θα είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για τη συγκυβέρνηση της αριστερής διανόησης με τον Λεβέντη, αλλά και για την είσοδο του Αρτέμη Σώρρα στη Βουλή!
Τα λοιπά, οι μεμψιμοιρίες, οι διαφωνίες, οι «κριτικές στηρίξεις», είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Αν και τώρα μηδίσετε, θα αναδειχτούν εν τέλει –έστω και πιο επίπονα, και από δρόμους σκολιούς–, από τους «ανώνυμους» συμπολίτες μας, οι δυνάμεις που θα ακυρώσουν τελεσίδικα την σημερινή κυβερνητική αθλιότητα. Θα ακυρώσουν ταυτόχρονα και εσάς, που δεν αντισταθήκατε, αλλά δια της συνενοχής και των παραλείψεων, φυλακισμένοι «μέσα στην ευρωστία της σαρκός» και τη δειλία σας, φέρατε τους μαφιόζους στην εξουσία. Εμπρός λοιπόν, μετά τον Βαρουφάκη, τον οποίο αναδείξατε πρώτο βουλευτή της χώρας, με τον Λεβέντη για Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και τον Σώρρα για υπουργό Οικονομικών!