Μια παρέμβαση του εκπαιδευτικού Παναγιώτη Καρακολίδη
Εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες η Ελληνική εκπαίδευση βαδίζει σταθερά προς την αποδόμηση των όποιων υγιών χαρακτηριστικών είχε να μεταδώσει στα νεαρά μέλη της κοινωνίας μας, ωστόσο η πορεία αυτή επιταχύνθηκε με την τελευταία κυβέρνηση παρά το σύντομο μέχρι τώρα βίο της τελευταίας. Ο ψευτοπροοδευτικός λαϊκισμός που εισήγαγε την νοοτροπία της «ήσσονος προσπάθειας», που αντικατέστησε τη μάθηση με «δραστηριότητες», που για δημοσιονομικούς λόγους και χωρίς καμία μελέτη εξοβελίζει γνωστικά αντικείμενα, που έχει μετατρέψει τα σχολεία των δύο πρώτων βαθμίδων σε ασυνάρτητους φορείς αποσπασματικών πληροφοριών χωρίς κανένα σαφή προσανατολισμό, έχει διαβρώσει τον πυρήνα της εκπαίδευσης κι απέμεινε στους Υπουργούς της νέας κυβέρνησης το κέλυφος, για να το σπάσουν κι αυτό. Έτσι έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι σημασία δεν έχει το ΟΧΙ του 1940, αλλά η απελευθέρωση της Αθήνας (!), ότι οι παππούδες μας τον φασισμό πολεμήσανε στην Αλβανία κι όχι τον ξένο εισβολέα, ότι η ποντιακή γενοκτονία δεν είναι ακριβώς … γενοκτονία, ότι είμαστε όλοι παιδιά του Γαλλικού Διαφωτισμού, ότι η θρησκειολογία μας μάρανε και πολλά άλλα κωμικοτραγικά.
Για τη Τριτοβάθμια τα πράγματα είναι γνωστά: το δίκιο του μπαχαλάκη είναι η υπέρτατη αξία μαζί με τις παλιές παθογένειες: την απουσία σύνδεσης με την ελληνική οικονομία, την οικογενειοκρατία, την διαλυτική αυτοτέλεια. Και είναι να απορεί κανείς πως μια κυβέρνηση σαν τη σημερινή, υποτίθεται αριστερή και «με κοινωνική ευαισθησία», αφήνει να καταρρεύσει το δημόσιο σχολείο και το Πανεπιστήμιο και δεν μεριμνά για τα παιδιά των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων τα οποία μόνο σε αυτά μπορούν να φοιτήσουν. Τα παιδιά της μεσαίας και μεγαλοαστικής τάξης έχουν κι άλλες επιλογές. Είναι υποκριτικό, λοιπόν, το «ταξικό» της ενδιαφέρον, όταν επιφυλάσσει για τους πολλούς μια εκπαίδευση της αμάθειας.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν απαντά στα βασικά ερωτήματα: 1)Τι σχολείο θέλουμε; 2) Τι λογής πολίτη θέλουμε να βγάλουμε στην ελληνική κοινωνία; 3) Με ποιο τρόπο απαντάει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στην πολύπλευρη κρίση και παρακμή της ελληνικής κοινωνίας. Αντ’ αυτού η εκπαίδευσή μας χάσκει αποπροσανατολισμένη, καταντώντας ένα απλό αντηχείο του συστήματος και της πολιτικής ορθότητας: πληθώρα προγραμμάτων που καταπολεμούν το «σκιάχτρο» του μπούλινγκ, που προωθούν την άκριτη προσφυλολαγνεία, τη λατρεία της πολυπολιτισμικότητας.
Η ανατροπή αυτών των στρεβλώσεων και η μετατροπή της εκπαίδευσης από μέρος του προβλήματος σε εργαλείο για την αντιστροφή της προϊούσας παρακμής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η οικονομική ασφυξία και η γενική σύγχυση στον ελληνικό λαό, που έχουν καταφέρει να ενσπείρουν δεκαετίες τώρα όλοι οι «καλοθελητές» που διαχειρίστηκαν τα πράγματα, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το έργο της ανάταξης, το οποίο βέβαια πρέπει να αναληφθεί άμεσα. Οι λύσεις που θα προταθούν οπωσδήποτε οφείλουν να λάβουν υπόψη τα παραπάνω δεδομένα και να είναι εφικτές και ρεαλιστικές.
Μπορούμε να σημειώσουμε ορισμένες προτάσεις ενδεικτικά και τροχιοδεικτικά:
- Δεν μπορούμε να προχωράμε σε αλλαγές στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης χωρίς μελέτη πρώτα και πειραματικό πεδίο εφαρμογής. Είδαμε τι απέφερε ο στημένος διάλογος του κ. Λιάκου.
- Οποιοδήποτε σύστημα και αναλυτικό πρόγραμμα που δεν στοχεύει σε υπεύθυνες προσωπικότητες με πολιτική ωριμότητα, κοινωνική ευαισθησία, συλλογική συνείδηση και αγάπη για τον συλλογικό μας εαυτό είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Έτσι, για παράδειγμα, δεν διαμορφώνουμε υπεύθυνους πολίτες και αυριανούς εργαζόμενους, δίνοντάς τους το δικαίωμα να κάνουν «αδικαιολόγητες απουσίες». Ούτε διαμορφώνουμε πραγματικά δημοκρατικούς πολίτες, ανεχόμενοι την απαξίωση των μαθητικών κοινοτήτων. Ούτε «αγαπάμε» τα παιδιά περισσότερο, αν τα περνάμε ακώλυτα, χωρίς να ελέγχουμε αν έχουν κατακτήσει ένα προκαθορισμένο μίνιμουμ γνώσεων και δεν τους προσφέρουμε μαθήματα ενισχυτικής, για να μην προάγονται αγράμματα.
- Στα αντικείμενα του αναλυτικού προγράμματος ο στόχος μας πρέπει να είναι να ενισχύσουμε τη γλωσσική παιδεία των μαθητών, την εφαρμοσμένη και θεωρητική μαθηματική σκέψη, τις σύγχρονες κατακτήσεις των φυσικών επιστημών, τη γλωσσομάθεια, τον ψηφιακό εγγραμματισμό και βέβαια τη μεταφυσική των μαθητών, για να μην καταντήσουν κι αυτοί απλοί καταναλωτές μέσα σε μια μαζική δημοκρατία, όπως είναι σήμερα.
- Η μέθοδος για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος μπορεί να είναι η ουσιαστική αναβάπτισή μας στην ελληνική παράδοση αλλά με … νεωτερικά εργαλεία. Δηλαδή η γλωσσική εκπαίδευση μπορεί να λάβει υπόψη τη σύγχρονη επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου κυριαρχεί η έξυπνη ατάκα, αλλά να προχωρήσει σε σύγχρονα δημοσιογραφικά κείμενα και να φτάσει στα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, τα οποία θα προσεγγίζονται ως αφόρμηση για τη δημιουργική γραφή των μαθητών. Το αρχαίο μορφωτικό ιδεώδες και η αφύπνιση της προσωπικότητας στην αρχαιότητα μπορούν να προσεγγιστούν με ψηφιακά εργαλεία, καθώς και ο βυζαντινός πολιτισμός και η βυζαντινή μουσική. 3D περιηγήσεις και αναζήτηση πολιτιστικών στοιχείων με νήμα την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού θα παντρέψουν το κλασικό με το νέο. Το σύγχρονο επιχειρείν μπορεί να υπηρετηθεί, αφού γνωρίσουμε καλά τους συνεταιρισμούς των ελληνικών κοινοτήτων. Η τεχνική εκπαίδευση μπορεί να λάβει υπόψη της την παραδοσιακή ελληνική μαστορική και έτσι να τη διασώσει από τον αφανισμό.
- Στήριξη του εκπαιδευτικού πολύπλευρα. Με πενόμενους και περιφερόμενους εκπαιδευτικούς, χωρίς επιμορφωτική στήριξη και χωρίς να αξιολογούνται τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, η εκπαιδευτική περιπέτεια θα έχει προδιαγεγραμμένο τραγικό αποτέλεσμα. Το διδακτικό προσωπικό που όλα τα χρόνια των «παχέων αγελάδων» προσλαμβάνονταν και για ρουσφετολογικούς σκοπούς (σε κάθε ειδικότητα δινόταν εργασιακή διέξοδος στην εκπαίδευση) μπορεί να αξιοποιηθεί σε συνδιδασκαλίες, ώστε και η πραγματική διαθεματική προσέγγιση να επιτευχθεί και ο πολύωρος βομβαρδισμός των μαθητών να αποφευχθεί και να αξιοποιηθούν οι ώρες του σχολείου σε ζώνες πολύπλευρης απασχόλησης και έρευνας εκτός σχολείου.
Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν μια άλλη αντίληψη για την εκπαίδευση και την παιδεία των παιδιών μας. Θέλουμε μια εκπαίδευση που να ωθεί στην αγάπη προς τον τόπο μας και την ιστορία του χωρίς συμπλέγματα και υπερβολές, σε ένα δημοκρατικό κι αγωνιστικό ήθος και σε έναν πολίτη – παραγωγό με ισχυρά ελληνικά βιώματα αλλά και παράλληλα πολίτη της οικουμένης. Ας σκεφτούμε στην κατεύθυνση αυτή πόσο αναξιοποίητα περνάνε μέσα στο ελληνικό σχολείο οι εκδρομές (που γίνονται στο εξωτερικό και εκπίπτουν σε όργιο υπερκατανάλωσης – ακόμα δυστυχώς- και ξενομανίας), το μάθημα της Ιστορίας που είναι αποθέωση της απομνημόνευσης αντί να είναι περιέργεια και έρευνα για αυτόν τον «μικρό και μέγα» τόπο∙ πόσο ακόμα αναξιοποίητη είναι διδασκαλία της γυμναστικής και της Τέχνης.
Αν όλη αυτή η κραυγή αγωνίας για την εκπαίδευσή μας δεν γίνει τώρα Αγώνας και ένας σύγχρονος Ελληνικός Διαφωτισμός με τους όρους της σημερινής πραγματικότητας, θα συνεχίσουμε να είμαστε πνευματικοί ραγιάδες και υποτελείς του σύγχρονου παγκοσμιοποιητικού καζινο-καπιταλισμού. Ο αγώνας για την ελευθερία μας περνάει σίγουρα –μεταξύ άλλων- και μέσα από τη μορφωτική δύναμη της Παιδείας.